3,253,466
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑλᾰκόμωρος:''' -ον, αυτός που [[συνεχώς]] γαυγίζει, αυτός που ουρλιάζει ή κραυγάζει, σκούζει, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὑλᾰκόμωρος:''' -ον, αυτός που [[συνεχώς]] γαυγίζει, αυτός που ουρλιάζει ή κραυγάζει, σκούζει, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑλᾰκόμωρος:''' (ῡ in [[arsi]]) [[ὑλακή]] + -μωρος в знач. «славный», «известный»] беспрестанно или громко лающий (эпитет собаки) Hom. | |||
}} | }} |