Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑλακόμωρος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑλᾰκόμωρος:''' -ον, αυτός που [[συνεχώς]] γαυγίζει, αυτός που ουρλιάζει ή κραυγάζει, σκούζει, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὑλᾰκόμωρος:''' -ον, αυτός που [[συνεχώς]] γαυγίζει, αυτός που ουρλιάζει ή κραυγάζει, σκούζει, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλᾰκόμωρος:''' (ῡ in [[arsi]]) [[ὑλακή]] + -μωρος в знач. «славный», «известный»] беспрестанно или громко лающий (эпитет собаки) Hom.
}}
}}