Anonymous

ἔξειμι: Difference between revisions

From LSJ
1,443 bytes added ,  30 December 2018
4
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔξειμι]] (AM) [[είμι]]<br />[[φεύγω]], [[αναχωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγαίνω]], [[βγαίνω]] από το [[σπίτι]] («ἐξιέναι μεγάρων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]] μια [[υπηρεσία]] («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.)<br /><b>3.</b> [[εκστρατεύω]] («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[βαδίζω]], [[πορεύομαι]] («προσείπατ' ἐξιοῡσαν ὑστάτην ὁδόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για υποκριτές θεάτρου) [[παρουσιάζομαι]] [[πρώτος]] στη [[σκηνή]]<br /><b>6.</b> (για χρόνο) [[περνώ]]<br /><b>7.</b> [[παύω]], [[τελειώνω]] («ἐξιούσης τῆς ἀρχῆς», Λυσ.).———————— <b>(II)</b><br />[[ἔξειμι]] (Α)<br />(σε [[χρήση]] μόνο ως απρόσ.) <b>βλ.</b> [[έξεστι]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔξειμι]] (AM) [[είμι]]<br />[[φεύγω]], [[αναχωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγαίνω]], [[βγαίνω]] από το [[σπίτι]] («ἐξιέναι μεγάρων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]] μια [[υπηρεσία]] («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.)<br /><b>3.</b> [[εκστρατεύω]] («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[βαδίζω]], [[πορεύομαι]] («προσείπατ' ἐξιοῡσαν ὑστάτην ὁδόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για υποκριτές θεάτρου) [[παρουσιάζομαι]] [[πρώτος]] στη [[σκηνή]]<br /><b>6.</b> (για χρόνο) [[περνώ]]<br /><b>7.</b> [[παύω]], [[τελειώνω]] («ἐξιούσης τῆς ἀρχῆς», Λυσ.).———————— <b>(II)</b><br />[[ἔξειμι]] (Α)<br />(σε [[χρήση]] μόνο ως απρόσ.) <b>βλ.</b> [[έξεστι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔξειμι:''' ([[εἶμι]] [[ibo]]), Επικ. βʹ ενικ. [[ἔξεισθα]]· Αττ. προστ. [[ἔξει]], αντί <i>ἔξιθι</i>· χρησιμ. ως Αττ. μέλ. του [[ἐξέρχομαι]], [[αλλά]] με παρατ. <i>ἐξῄειν</i>, Ιων. [[ἐξήϊα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βγαίνω]] έξω, [[εξέρχομαι]] από το [[σπίτι]], σε Όμηρ.· με γεν. τόπου, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· ἐξ ἐκ [[τῶν]] ἱππέων, [[έξοδος]] από την [[τάξη]] των ιππέων, σε Ηρόδ.· εἰςἔλεγχον [[ἐξιέναι]], [[υποβολή]] σε έλεγχο, [[κρίση]], δοκιμασια, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξέρχομαι]], [[εξορμώ]] με στρατό, σε Θουκ., Ξεν.· με σύστ. αιτ., [[εξέρχομαι]] σε [[εκστρατεία]] ή [[επιχείρηση]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] στη [[σκηνή]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο ή περιστατικά, [[παρέρχομαι]], [[λήγω]], σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">• [[ἔξειμι]]:</b> ([[εἰμί]], [[sum]]), χρησιμ. μόνο σε απρόσωπους τύπους, βλ. [[ἔξεστι]].
}}
}}