Anonymous

λίθος: Difference between revisions

From LSJ
2,015 bytes added ,  30 December 2018
5
mNo edit summary
(5)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λίθος]], ὁ Α και [[λίθος]], ἡ)<br /><b>1.</b> [[τεμάχιο]] πετρώματος ή βράχου, [[πέτρα]], [[λιθάρι]] (α. «τρηχὺς [[λίθος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «στερεὴ [[λίθος]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «σοὶ δ' αἰεὶ [[κραδίη]] στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[σύγκριμα]] που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και, [[κυρίως]], στις ουροφόρους και χοληφόρους [[οδούς]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ [[ἀναμάρτητος]] [[πρῶτος]] τὸν λίθον βαλέτω» — οι άνθρωποι [[πρέπει]] να [[είναι]] επιεικείς [[προς]] αυτούς που έκαναν κάποιο [[σφάλμα]] (ΚΔ)<br />β) «[[κινώ]] [[πάντα]] λίθον» — [[καταβάλλω]] [[κάθε]] [[προσπάθεια]] ή [[χρησιμοποιώ]] [[κάθε]] [[μέσο]] για να πετύχω [[κάτι]]<br />γ) «λυδία [[λίθος]]» — μελαψή σκληρή [[πέτρα]] που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη [[Λυδία]] και με την οποία ελεγχόταν ο [[βαθμός]] καθαρότητας του χρυσού και του αργύρου<br />δ) «φιλοσοφική [[λίθος]]» ή «[[λίθος]] ὁ οὐ [[λίθος]]» — φανταστική [[πέτρα]] την οποία αναζητούσαν οι αλχημιστές [[επειδή]] πίστευαν ότι με αυτήν θα μπορούσαν να μετατρέψουν [[κάθε]] [[μέταλλο]] σε χρυσό<br />ε) «[[ακρογωνιαίος]] [[λίθος]]» — το [[αγκωνάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γεωλ.</b> στερεό και σκληρό [[σώμα]] ποικίλης χημικής σύστασης και ποικίλου σχήματος που οφείλει τον χρωματισμό του στην [[παρουσία]] αλάτων και οξειδίων τών μετάλλων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[εποχή]] του λίθου» — λιθική [[εποχή]]<br />β) «[[θεμέλιος]] [[λίθος]]»<br />i) [[λίθος]] θεμελίου<br />ii) <b>μτφ.</b> βασική [[προϋπόθεση]], βασικό [[στήριγμα]]<br />γ) «[[ακρογωνιαίος]] [[λίθος]]»<br /><b>μτφ.</b> [[βασικός]] [[συντελεστής]] ενός έργου ή μιας ενέργειας<br />δ) «[[οικοδομικός]] [[λίθος]]» — [[πέτρα]] που χρησιμοποιείται υπό μορφήν προσμίγματος στη [[σύνθεση]] τών σκυροκονιαμάτων ή κονιαμάτων στην οικοδομική τών λαξευτών λίθων<br />ε) «[[αργός]] [[λίθος]]» — η απελέκητη [[πέτρα]] που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί [[πουθενά]]<br />στ) «πολύτιμοι λίθοι» — ορυκτά που χρησιμοποιούνται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων ή για τη [[διακόσμηση]] διαφόρων αντικειμένων<br />ζ) «ημιπολύτιμοι λίθοι» — [[ποικιλία]] ορυκτών, αξίας μικρότερης εκείνης τών πολύτιμων λίθων<br />η) «[[λίθος]] της κολάσεως» — ο [[νιτρικός]] [[άργυρος]]<br />θ) «[[κυανούς]] [[λίθος]]» — ο [[θειικός]] [[χαλκός]]<br />ι) «[[καυστικός]] [[λίθος]]» — το καυστικό [[κάλιο]]<br />ια) «τεχνητοί λίθοι» — απομιμήσεις τών πολύτιμων λίθων<br />ιβ) (ως θηλ.) «λυδία [[λίθος]]» <b>μτφ.</b> [[κριτήριο]] βάσει του οποίου ελέγχεται η [[τιμιότητα]] ή η [[ευθύτητα]] του χαρακτήρα κάποιου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βράχος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λίθος]] ἐπὶ λίθου» ή «οὐκ ἔμεινε [[λίθος]]» — λέγεται για ολοσχερή [[καταστροφή]]<br />β) «έχω λίθο(ν)» — [[πάσχω]] από [[λιθίαση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[τίμιος]] [[λίθος]]» — [[πολύτιμος]] [[λίθος]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «λίθῳ λαλεῑς» — λεγόταν για αναίσθητα άτομα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />πολύτιμη [[πέτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λίθινος]] [[δίσκος]]<br /><b>2.</b> [[πετρώδης]] [[τόπος]] («πέφυκε [[λίθος]] [[ἄφθονος]] ἐξ οὖ...», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ηλίθιος]], [[ντουβάρι]] («ἡμέτερα κέρδη τῶν σοφῶν, ὄντες λίθοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[βήμα]] τῆς Πνύκας ἡ [[βωμός]] στην [[αγορά]] τῶν Αθηνών («ἀναβὰς ἐπὶ τὸν τοῡ [[κήρυκος]] λίθον», <b>Πλούτ.</b><br />β. «πρὸς τὸν λίθον ἄγοντες καὶ ἐξορκοῡντες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πιόνι]] σκακιού<br /><b>6.</b> (ως θηλ.) <i>ἡ [[λίθος]]<br />α) [[ταφόπετρα]] («ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον [[μετά]] τῆς κουστωδίας», ΚΔ)<br />β) ιδιαίτερο [[είδος]] πέτρας<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡρακλεία [[λίθος]]» ή «μαγνῆτις [[λίθος]]» — ο [[μαγνήτης]]<br />β) «διαφανὴς [[λίθος]]» — [[είδος]] φακού<br />γ) «χυτὴ [[λίθος]]» — [[είδος]] υάλου)<br />δ) «λίθον ἕψω» — [[ματαιοπονώ]], [[χάνω]] τον χρόνο μου<br />ε) «πρατὴρ [[λίθος]]» — [[είδος]] βήματος στο οποίο στεκόταν ο [[κήρυκας]] και πουλούσε δούλους σε δημοπρασίες<br />στ) «Δία λίθον [[ὄμνυμι]]» — ορκίζομαι στον Δία<br />ζ) «λίθοι χαλάζης» — χοντρό, δυνατό [[χαλάζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με παλαιότερες απόψεις, η λ. συνδέεται [[είτε]] με το επίθ. [[λεῖος]] [[είτε]] με τη [[ρίζα]] που απαντᾶ στη λιθουαν. <i>slidus</i> «[[λείος]]» και <i>l</i><i>ē</i><i>das</i> «[[πάγος]]». Το ουσ. [[λίθος]] εμφανίζεται και ως θηλ., πιθ. [[κατά]] το [[πέτρα]], προκειμένου να δηλώσει συγκεκριμένο [[είδος]] λίθου ή πολύτιμου λίθου («[[Λυδία]] [[λίθος]]»)<br />[[αλλαγή]] γένους με [[διαφορά]] σημ. εμφανίζεται και σε άλλες λ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὁ ἅλς</i> «[[αλάτι]]», <i>ἡ ἅλς</i> «[[θάλασσα]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιθάρι]](-<i>ιον</i>), [[λιθικός]], [[λίθινος]], [[λιθιώ]], [[λιθώδης]], [[λιθώνω]](-<i>ῶ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λίθαξ]], [[λιθάς]], <i>λίθ</i>(<i>ε</i>)<i>ιος</i>, [[λιθεύω]], [[λιθίζω]], [[λιθίς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λιθάζω]], [[λιθεία]], [[λιθίδιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λιθερός]], [[λιθιακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιθιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για τα σύνθ. με Α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>λιθ</i>[[ο]]-). (Β' συνθετικό) [[ακρόλιθος]], [[κουφόλιθος]], [[λευκόλιθος]], [[μονόλιθος]], [[τρίλιθος]], [[χρυσόλιθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άλιθος]], [[δροσόλιθος]], [[ένλιθος]], [[εξηκοντάλιθος]], [[εύλιθος]], [[κατάλιθος]], [[λεπτόλιθος]], [[μοχλόλιθος]], [[ογδοηκοντάλιθος]], [[ολόλιθος]], [[σύλλιθος]], [[τηκόλιθος]], [[υγρόλιθος]], [[υπόλιθος]], [[φιλόλιθος]], [[χαλκόλιθος]], [[ψευδοχρυσόλιθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αερόλιθος</i>, <i>αιματόλιθος</i>, [[ακονόλιθος]], <i>ακροκυβόλιθος</i>, <i>αμμόλιθος</i>, <i>αντιμονόλιθος</i>, <i>αργιλόλιθος</i>, <i>αρθρόλιθος</i>, [[ασβεστόλιθος]], <i>ασφαλτόλιθος</i>, [[βρογχόλιθος]], [[γαλακτόλιθος]], <i>γιγαντόλιθος</i>, [[γωνιόλιθος]], <i>δακρυόλιθος</i>, [[δακτυλιόλιθος]], [[εντερόλιθος]], [[ηπατόλιθος]], [[κυβόλιθος]], [[κυστόλιθος]], [[λεβητόλιθος]], [[λεπιδόλιθος]], [[μετεωρόλιθος]], [[μυλόλιθος]], [[νεφρόλιθος]], [[νομισματόλιθος]], <i>ξερόλιθος</i>, [[ογκόλιθος]], [[ουρανόλιθος]] [[ουρόλιθος]], [[προστατόλιθος]], [[πυριτόλιθος]], [[πυρόλιθος]], [[πωρόλιθος]], [[ρινόλιθος]], [[σπερματόλιθος]], [[σταυρόλιθος]], [[σφαιρόλιθος]], [[σφηνόλιθος]], [[σφραγιδόλιθος]], [[σχιστόλιθος]], [[τερατόλιθος]], [[τιτανόλιθος]], [[τοπαζόλιθος]], [[τσιμεντόλιθος]], [[υαλόλιθος]], [[χαλκόλιθος]], [[χαρτόλιθος]], [[χολόλιθος]], [[ψαμμόλιθος]], [[ωτόλιθος]]].
|mltxt=ο (AM [[λίθος]], ὁ Α και [[λίθος]], ἡ)<br /><b>1.</b> [[τεμάχιο]] πετρώματος ή βράχου, [[πέτρα]], [[λιθάρι]] (α. «τρηχὺς [[λίθος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «στερεὴ [[λίθος]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «σοὶ δ' αἰεὶ [[κραδίη]] στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[σύγκριμα]] που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και, [[κυρίως]], στις ουροφόρους και χοληφόρους [[οδούς]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ [[ἀναμάρτητος]] [[πρῶτος]] τὸν λίθον βαλέτω» — οι άνθρωποι [[πρέπει]] να [[είναι]] επιεικείς [[προς]] αυτούς που έκαναν κάποιο [[σφάλμα]] (ΚΔ)<br />β) «[[κινώ]] [[πάντα]] λίθον» — [[καταβάλλω]] [[κάθε]] [[προσπάθεια]] ή [[χρησιμοποιώ]] [[κάθε]] [[μέσο]] για να πετύχω [[κάτι]]<br />γ) «λυδία [[λίθος]]» — μελαψή σκληρή [[πέτρα]] που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη [[Λυδία]] και με την οποία ελεγχόταν ο [[βαθμός]] καθαρότητας του χρυσού και του αργύρου<br />δ) «φιλοσοφική [[λίθος]]» ή «[[λίθος]] ὁ οὐ [[λίθος]]» — φανταστική [[πέτρα]] την οποία αναζητούσαν οι αλχημιστές [[επειδή]] πίστευαν ότι με αυτήν θα μπορούσαν να μετατρέψουν [[κάθε]] [[μέταλλο]] σε χρυσό<br />ε) «[[ακρογωνιαίος]] [[λίθος]]» — το [[αγκωνάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γεωλ.</b> στερεό και σκληρό [[σώμα]] ποικίλης χημικής σύστασης και ποικίλου σχήματος που οφείλει τον χρωματισμό του στην [[παρουσία]] αλάτων και οξειδίων τών μετάλλων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[εποχή]] του λίθου» — λιθική [[εποχή]]<br />β) «[[θεμέλιος]] [[λίθος]]»<br />i) [[λίθος]] θεμελίου<br />ii) <b>μτφ.</b> βασική [[προϋπόθεση]], βασικό [[στήριγμα]]<br />γ) «[[ακρογωνιαίος]] [[λίθος]]»<br /><b>μτφ.</b> [[βασικός]] [[συντελεστής]] ενός έργου ή μιας ενέργειας<br />δ) «[[οικοδομικός]] [[λίθος]]» — [[πέτρα]] που χρησιμοποιείται υπό μορφήν προσμίγματος στη [[σύνθεση]] τών σκυροκονιαμάτων ή κονιαμάτων στην οικοδομική τών λαξευτών λίθων<br />ε) «[[αργός]] [[λίθος]]» — η απελέκητη [[πέτρα]] που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί [[πουθενά]]<br />στ) «πολύτιμοι λίθοι» — ορυκτά που χρησιμοποιούνται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων ή για τη [[διακόσμηση]] διαφόρων αντικειμένων<br />ζ) «ημιπολύτιμοι λίθοι» — [[ποικιλία]] ορυκτών, αξίας μικρότερης εκείνης τών πολύτιμων λίθων<br />η) «[[λίθος]] της κολάσεως» — ο [[νιτρικός]] [[άργυρος]]<br />θ) «[[κυανούς]] [[λίθος]]» — ο [[θειικός]] [[χαλκός]]<br />ι) «[[καυστικός]] [[λίθος]]» — το καυστικό [[κάλιο]]<br />ια) «τεχνητοί λίθοι» — απομιμήσεις τών πολύτιμων λίθων<br />ιβ) (ως θηλ.) «λυδία [[λίθος]]» <b>μτφ.</b> [[κριτήριο]] βάσει του οποίου ελέγχεται η [[τιμιότητα]] ή η [[ευθύτητα]] του χαρακτήρα κάποιου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βράχος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λίθος]] ἐπὶ λίθου» ή «οὐκ ἔμεινε [[λίθος]]» — λέγεται για ολοσχερή [[καταστροφή]]<br />β) «έχω λίθο(ν)» — [[πάσχω]] από [[λιθίαση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[τίμιος]] [[λίθος]]» — [[πολύτιμος]] [[λίθος]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «λίθῳ λαλεῑς» — λεγόταν για αναίσθητα άτομα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />πολύτιμη [[πέτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λίθινος]] [[δίσκος]]<br /><b>2.</b> [[πετρώδης]] [[τόπος]] («πέφυκε [[λίθος]] [[ἄφθονος]] ἐξ οὖ...», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ηλίθιος]], [[ντουβάρι]] («ἡμέτερα κέρδη τῶν σοφῶν, ὄντες λίθοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[βήμα]] τῆς Πνύκας ἡ [[βωμός]] στην [[αγορά]] τῶν Αθηνών («ἀναβὰς ἐπὶ τὸν τοῡ [[κήρυκος]] λίθον», <b>Πλούτ.</b><br />β. «πρὸς τὸν λίθον ἄγοντες καὶ ἐξορκοῡντες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πιόνι]] σκακιού<br /><b>6.</b> (ως θηλ.) <i>ἡ [[λίθος]]<br />α) [[ταφόπετρα]] («ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον [[μετά]] τῆς κουστωδίας», ΚΔ)<br />β) ιδιαίτερο [[είδος]] πέτρας<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡρακλεία [[λίθος]]» ή «μαγνῆτις [[λίθος]]» — ο [[μαγνήτης]]<br />β) «διαφανὴς [[λίθος]]» — [[είδος]] φακού<br />γ) «χυτὴ [[λίθος]]» — [[είδος]] υάλου)<br />δ) «λίθον ἕψω» — [[ματαιοπονώ]], [[χάνω]] τον χρόνο μου<br />ε) «πρατὴρ [[λίθος]]» — [[είδος]] βήματος στο οποίο στεκόταν ο [[κήρυκας]] και πουλούσε δούλους σε δημοπρασίες<br />στ) «Δία λίθον [[ὄμνυμι]]» — ορκίζομαι στον Δία<br />ζ) «λίθοι χαλάζης» — χοντρό, δυνατό [[χαλάζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με παλαιότερες απόψεις, η λ. συνδέεται [[είτε]] με το επίθ. [[λεῖος]] [[είτε]] με τη [[ρίζα]] που απαντᾶ στη λιθουαν. <i>slidus</i> «[[λείος]]» και <i>l</i><i>ē</i><i>das</i> «[[πάγος]]». Το ουσ. [[λίθος]] εμφανίζεται και ως θηλ., πιθ. [[κατά]] το [[πέτρα]], προκειμένου να δηλώσει συγκεκριμένο [[είδος]] λίθου ή πολύτιμου λίθου («[[Λυδία]] [[λίθος]]»)<br />[[αλλαγή]] γένους με [[διαφορά]] σημ. εμφανίζεται και σε άλλες λ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὁ ἅλς</i> «[[αλάτι]]», <i>ἡ ἅλς</i> «[[θάλασσα]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιθάρι]](-<i>ιον</i>), [[λιθικός]], [[λίθινος]], [[λιθιώ]], [[λιθώδης]], [[λιθώνω]](-<i>ῶ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λίθαξ]], [[λιθάς]], <i>λίθ</i>(<i>ε</i>)<i>ιος</i>, [[λιθεύω]], [[λιθίζω]], [[λιθίς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λιθάζω]], [[λιθεία]], [[λιθίδιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λιθερός]], [[λιθιακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιθιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για τα σύνθ. με Α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>λιθ</i>[[ο]]-). (Β' συνθετικό) [[ακρόλιθος]], [[κουφόλιθος]], [[λευκόλιθος]], [[μονόλιθος]], [[τρίλιθος]], [[χρυσόλιθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άλιθος]], [[δροσόλιθος]], [[ένλιθος]], [[εξηκοντάλιθος]], [[εύλιθος]], [[κατάλιθος]], [[λεπτόλιθος]], [[μοχλόλιθος]], [[ογδοηκοντάλιθος]], [[ολόλιθος]], [[σύλλιθος]], [[τηκόλιθος]], [[υγρόλιθος]], [[υπόλιθος]], [[φιλόλιθος]], [[χαλκόλιθος]], [[ψευδοχρυσόλιθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αερόλιθος</i>, <i>αιματόλιθος</i>, [[ακονόλιθος]], <i>ακροκυβόλιθος</i>, <i>αμμόλιθος</i>, <i>αντιμονόλιθος</i>, <i>αργιλόλιθος</i>, <i>αρθρόλιθος</i>, [[ασβεστόλιθος]], <i>ασφαλτόλιθος</i>, [[βρογχόλιθος]], [[γαλακτόλιθος]], <i>γιγαντόλιθος</i>, [[γωνιόλιθος]], <i>δακρυόλιθος</i>, [[δακτυλιόλιθος]], [[εντερόλιθος]], [[ηπατόλιθος]], [[κυβόλιθος]], [[κυστόλιθος]], [[λεβητόλιθος]], [[λεπιδόλιθος]], [[μετεωρόλιθος]], [[μυλόλιθος]], [[νεφρόλιθος]], [[νομισματόλιθος]], <i>ξερόλιθος</i>, [[ογκόλιθος]], [[ουρανόλιθος]] [[ουρόλιθος]], [[προστατόλιθος]], [[πυριτόλιθος]], [[πυρόλιθος]], [[πωρόλιθος]], [[ρινόλιθος]], [[σπερματόλιθος]], [[σταυρόλιθος]], [[σφαιρόλιθος]], [[σφηνόλιθος]], [[σφραγιδόλιθος]], [[σχιστόλιθος]], [[τερατόλιθος]], [[τιτανόλιθος]], [[τοπαζόλιθος]], [[τσιμεντόλιθος]], [[υαλόλιθος]], [[χαλκόλιθος]], [[χαρτόλιθος]], [[χολόλιθος]], [[ψαμμόλιθος]], [[ωτόλιθος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λίθος:''' [ῐ], -ου, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πέτρα]], σε Όμηρ., κ.λπ.· [[πολύτιμος]] [[λίθος]], σε Ηρόδ.· [[μάρμαρο]], στον ίδ.· παροιμ., <i>λίθον ἕψειν</i>, κάνεις μια [[τρύπα]] στο [[νερό]], δηλ. χάνεις την ώρα [[σου]], το χρόνο [[σου]], ματαιοπονείς, σε Αριστοφ.· λέγεται για [[ηλιθιότητα]], <i>λίθοι</i>, «στόκοι», «αναίσθητοι», στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέτρα]] σαν ύλη, αντίθ. προς [[ξύλο]], [[σάρκα]] κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίσης, θηλ. σε Όμηρ., Θεόκρ.· το θηλ. χρησιμ. για κάποιο ιδιαίτερο είδος λίθου, όπως ο [[μαγνήτης]], σε Ευρ., Πλάτ.· λέγεται για δοκιμαστικό λίθο, σε Πλάτ.· ἡ διαφανὴς [[λίθος]], [[κομμάτι]] κρυστάλλου που χρησιμοποιούνταν για [[άναμμα]] φωτιάς μέσα από τη [[συγκέντρωση]] σε αυτό των ακτίνων του ηλίου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> στην Αθήνα, [[λίθος]] (αρσ.), ονομαζόταν και το [[συγκρότημα]] βράχων που χρησιμοποιούσαν σαν [[βήμα]] οι κήρυκες ή οι ρήτορες, όπως:<br /><b class="num">1.</b> το [[βήμα]] της Πνύκας, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[άλλο]] [[βήμα]] στην [[ἀγορά]] το οποίο χρησιμοποιούσαν οι <i>κήρυκες</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> βωμό στην <i>ἀγοράν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b> [[πιόνι]], πούλι, στη [[ντάμα]], [[ζατρίκιο]], σε Θεόκρ.
}}
}}