3,273,820
edits
(5) |
(3) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λίθος:''' [ῐ], -ου, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πέτρα]], σε Όμηρ., κ.λπ.· [[πολύτιμος]] [[λίθος]], σε Ηρόδ.· [[μάρμαρο]], στον ίδ.· παροιμ., <i>λίθον ἕψειν</i>, κάνεις μια [[τρύπα]] στο [[νερό]], δηλ. χάνεις την ώρα [[σου]], το χρόνο [[σου]], ματαιοπονείς, σε Αριστοφ.· λέγεται για [[ηλιθιότητα]], <i>λίθοι</i>, «στόκοι», «αναίσθητοι», στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέτρα]] σαν ύλη, αντίθ. προς [[ξύλο]], [[σάρκα]] κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίσης, θηλ. σε Όμηρ., Θεόκρ.· το θηλ. χρησιμ. για κάποιο ιδιαίτερο είδος λίθου, όπως ο [[μαγνήτης]], σε Ευρ., Πλάτ.· λέγεται για δοκιμαστικό λίθο, σε Πλάτ.· ἡ διαφανὴς [[λίθος]], [[κομμάτι]] κρυστάλλου που χρησιμοποιούνταν για [[άναμμα]] φωτιάς μέσα από τη [[συγκέντρωση]] σε αυτό των ακτίνων του ηλίου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> στην Αθήνα, [[λίθος]] (αρσ.), ονομαζόταν και το [[συγκρότημα]] βράχων που χρησιμοποιούσαν σαν [[βήμα]] οι κήρυκες ή οι ρήτορες, όπως:<br /><b class="num">1.</b> το [[βήμα]] της Πνύκας, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[άλλο]] [[βήμα]] στην [[ἀγορά]] το οποίο χρησιμοποιούσαν οι <i>κήρυκες</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> βωμό στην <i>ἀγοράν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b> [[πιόνι]], πούλι, στη [[ντάμα]], [[ζατρίκιο]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''λίθος:''' [ῐ], -ου, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πέτρα]], σε Όμηρ., κ.λπ.· [[πολύτιμος]] [[λίθος]], σε Ηρόδ.· [[μάρμαρο]], στον ίδ.· παροιμ., <i>λίθον ἕψειν</i>, κάνεις μια [[τρύπα]] στο [[νερό]], δηλ. χάνεις την ώρα [[σου]], το χρόνο [[σου]], ματαιοπονείς, σε Αριστοφ.· λέγεται για [[ηλιθιότητα]], <i>λίθοι</i>, «στόκοι», «αναίσθητοι», στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέτρα]] σαν ύλη, αντίθ. προς [[ξύλο]], [[σάρκα]] κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίσης, θηλ. σε Όμηρ., Θεόκρ.· το θηλ. χρησιμ. για κάποιο ιδιαίτερο είδος λίθου, όπως ο [[μαγνήτης]], σε Ευρ., Πλάτ.· λέγεται για δοκιμαστικό λίθο, σε Πλάτ.· ἡ διαφανὴς [[λίθος]], [[κομμάτι]] κρυστάλλου που χρησιμοποιούνταν για [[άναμμα]] φωτιάς μέσα από τη [[συγκέντρωση]] σε αυτό των ακτίνων του ηλίου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> στην Αθήνα, [[λίθος]] (αρσ.), ονομαζόταν και το [[συγκρότημα]] βράχων που χρησιμοποιούσαν σαν [[βήμα]] οι κήρυκες ή οι ρήτορες, όπως:<br /><b class="num">1.</b> το [[βήμα]] της Πνύκας, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[άλλο]] [[βήμα]] στην [[ἀγορά]] το οποίο χρησιμοποιούσαν οι <i>κήρυκες</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> βωμό στην <i>ἀγοράν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b> [[πιόνι]], πούλι, στη [[ντάμα]], [[ζατρίκιο]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λίθος:''' ου (ῐ) ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> камень ([[ξεστός]] Hom.; ἐκ λίθων ἐκλάμπει [[πῦρ]] Arst.): λίθον ποιῆσαί или θεῖναί τινα Hom. превратить кого-л. в камень; ἐν παντὶ [[σκορπίος]] φρουρεῖ λίθῳ погов. Soph. за каждым камнем таится скорпион; εἰς πέτρας τε καὶ λίθους σπείρειν погов. Plat. сеять на скалах и камнях; λίθον ἕψειν погов. Arph. варить камень; λ. προσκόμματος - см. [[πρόσκομμα]]; λ. [[ἀκρογωνιαῖος]] - см. [[ἀκρογωνιαῖος]];<br /><b class="num">2)</b> каменная глыба (служившая общественной трибуной), трибуна (τοῦ [[κήρυκος]] Plut.): τῷ λίθῳ προσστῆναι Arph. предстать перед (судейской) трибуной;<br /><b class="num">3)</b> (тж. λευκὸς λ. Her., λ. [[Πάριος]] Pind., Her., Arst. и Παρία Theocr., Luc., [[κογχυλιάτης]] Xen.) мрамор Her. etc.;<br /><b class="num">4)</b> λ. Arst. или Μαγνητις λ. Eur. (тж. [[Λυδία]] Soph., [[Ἡρακλεία]] Plat.) магнит;<br /><b class="num">5)</b> пробный камень (λ., ᾗ βασανίζουσι τὸν χρυσόν Plat.);<br /><b class="num">6)</b> горный хрусталь: ἡ λ. ἡ [[διαφανής]], ἀφ᾽ ἧς τὸ [[πῦρ]] ἅπτουσι Arph. прозрачный хрусталь, которым зажигают огонь, т. е. зажигательное стекло;<br /><b class="num">7)</b> игральный камешек Theocr.;<br /><b class="num">8)</b> мед. мочевой камень Arst.;<br /><b class="num">9)</b> (тж. λ. [[τίμιος]] NT) драгоценный камень: [[σμάραγδος]] λ. Her. - см. [[σμάραγδος]];<br /><b class="num">10)</b> надгробный камень Anth.;<br /><b class="num">11)</b> pl. каменистая местность Xen.;<br /><b class="num">12)</b> каменная скрижаль (ἐν λίθοις ἐντετυπωμένον NT). | |||
}} | }} |