Anonymous

μέμφομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μέμφομαι]], Μ και μέφομαι και μέμφω)<br /><b>1.</b> [[κατηγορώ]], [[κακολογώ]], [[κατακρίνω]], καταφέρομαι [[εναντίον]] κάποιου («μεμψομένους τοῑσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῑδον ἐσβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεμψιμοιρώ]], έχω παράπονα με τη [[μοίρα]] μου<br /><b>3.</b> έχω παράπονα [[εναντίον]] κάποιου, δεν [[είμαι]] ικανοποιημένος από κάποιον («[[μέμφομαι]] ἡμῑν λογισαμένοις», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως παθ.) κατηγορούμαι από κάποιον, [[υφίσταμαι]] [[μομφή]] («τῆς μεμφθείσης ὑπολήψεως», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) [[παραπονιέμαι]] για [[κάτι]] («[[τιμῆς]] ἐμέμφθη», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. με δικανική σημ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>memb</i><sup>h</sup>- «[[κρίνω]], [[κατακρίνω]]» και συνδέεται πιθ. με γοτθ. <i>bimampjan</i> «[[περιγελώ]], [[χλευάζω]], [[υβρίζω]]» (με ανερμήνευτο -<i>p</i>-) και αρχ. ιρλδ. <i>mebul</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μεμπτός]], [[μέμψη]], [[μομφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέμφειρα]], [[μεμφητός]], [[μεμφωλή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[επιμέμφομαι]], [[καταμέμφομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιμέμφομαι]], [[απομέμφομαι]], [[διαμέμφομαι]], [[προσμέμφομαι]], [[υπομέμφομαι]]].
|mltxt=(ΑM [[μέμφομαι]], Μ και μέφομαι και μέμφω)<br /><b>1.</b> [[κατηγορώ]], [[κακολογώ]], [[κατακρίνω]], καταφέρομαι [[εναντίον]] κάποιου («μεμψομένους τοῑσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῑδον ἐσβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεμψιμοιρώ]], έχω παράπονα με τη [[μοίρα]] μου<br /><b>3.</b> έχω παράπονα [[εναντίον]] κάποιου, δεν [[είμαι]] ικανοποιημένος από κάποιον («[[μέμφομαι]] ἡμῑν λογισαμένοις», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως παθ.) κατηγορούμαι από κάποιον, [[υφίσταμαι]] [[μομφή]] («τῆς μεμφθείσης ὑπολήψεως», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) [[παραπονιέμαι]] για [[κάτι]] («[[τιμῆς]] ἐμέμφθη», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. με δικανική σημ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>memb</i><sup>h</sup>- «[[κρίνω]], [[κατακρίνω]]» και συνδέεται πιθ. με γοτθ. <i>bimampjan</i> «[[περιγελώ]], [[χλευάζω]], [[υβρίζω]]» (με ανερμήνευτο -<i>p</i>-) και αρχ. ιρλδ. <i>mebul</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μεμπτός]], [[μέμψη]], [[μομφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέμφειρα]], [[μεμφητός]], [[μεμφωλή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[επιμέμφομαι]], [[καταμέμφομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιμέμφομαι]], [[απομέμφομαι]], [[διαμέμφομαι]], [[προσμέμφομαι]], [[υπομέμφομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μέμφομαι:''' μέλ. <i>μέμψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμεμψάμην</i>, επίσης Παθ. [[τύπος]] <i>ἐμέμφθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κατηγορώ]], [[επικρίνω]], [[βρίσκω]] [[σφάλμα]] σε [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], με αιτ., σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ., [[καταλογίζω]] σε κάποιον [[κάτι]] σαν [[σφάλμα]], του το [[πετώ]] κατά [[πρόσωπο]], Λατ. exprob-[[are]] ή objicere alicui, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ. προσ. μόνο, [[βρίσκω]] [[σφάλμα]] σε κάποιον, στους Τραγ.· με γεν. πράγμ. μόνο, [[παραπονούμαι]] για ένα [[ζήτημα]], σε Ευρ., Θουκ.· και με τις [[δύο]] αυτές εκδοχές, <i>τοῦδ' ἂν οὐδεὶς μέμψαιτό μοι</i>, [[κανείς]] δεν θα με επέκρινε γι' αυτό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ. που ακολουθ. από πλεοναστικό <i>μή</i>, [[μέμφομαι]] μὴ [[πολλάκις]] βουλεύεσθαι, [[καταλογίζω]] ως [[σφάλμα]] το να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], σε Θουκ.
}}
}}