Anonymous

μέμφομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέμφομαι:''' μέλ. <i>μέμψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμεμψάμην</i>, επίσης Παθ. [[τύπος]] <i>ἐμέμφθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κατηγορώ]], [[επικρίνω]], [[βρίσκω]] [[σφάλμα]] σε [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], με αιτ., σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ., [[καταλογίζω]] σε κάποιον [[κάτι]] σαν [[σφάλμα]], του το [[πετώ]] κατά [[πρόσωπο]], Λατ. exprob-[[are]] ή objicere alicui, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ. προσ. μόνο, [[βρίσκω]] [[σφάλμα]] σε κάποιον, στους Τραγ.· με γεν. πράγμ. μόνο, [[παραπονούμαι]] για ένα [[ζήτημα]], σε Ευρ., Θουκ.· και με τις [[δύο]] αυτές εκδοχές, <i>τοῦδ' ἂν οὐδεὶς μέμψαιτό μοι</i>, [[κανείς]] δεν θα με επέκρινε γι' αυτό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ. που ακολουθ. από πλεοναστικό <i>μή</i>, [[μέμφομαι]] μὴ [[πολλάκις]] βουλεύεσθαι, [[καταλογίζω]] ως [[σφάλμα]] το να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], σε Θουκ.
|lsmtext='''μέμφομαι:''' μέλ. <i>μέμψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμεμψάμην</i>, επίσης Παθ. [[τύπος]] <i>ἐμέμφθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κατηγορώ]], [[επικρίνω]], [[βρίσκω]] [[σφάλμα]] σε [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], με αιτ., σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ., [[καταλογίζω]] σε κάποιον [[κάτι]] σαν [[σφάλμα]], του το [[πετώ]] κατά [[πρόσωπο]], Λατ. exprob-[[are]] ή objicere alicui, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ. προσ. μόνο, [[βρίσκω]] [[σφάλμα]] σε κάποιον, στους Τραγ.· με γεν. πράγμ. μόνο, [[παραπονούμαι]] για ένα [[ζήτημα]], σε Ευρ., Θουκ.· και με τις [[δύο]] αυτές εκδοχές, <i>τοῦδ' ἂν οὐδεὶς μέμψαιτό μοι</i>, [[κανείς]] δεν θα με επέκρινε γι' αυτό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ. που ακολουθ. από πλεοναστικό <i>μή</i>, [[μέμφομαι]] μὴ [[πολλάκις]] βουλεύεσθαι, [[καταλογίζω]] ως [[σφάλμα]] το να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέμφομαι:''' (aor. pass. со знач. act. ἐμέμφθην) порицать, бранить, упрекать: μ. τί τινος Thuc. etc., τι Pind. etc. или τινός τινι Aesch., Xen. etc., τινα εἴς τι Xen., τινί τι Her., Thuc. etc. порицать за что-л. или упрекать в чем-л. кого-л.; μ. τινα πρός τινα Xen. жаловаться на кого-л. кому-л.; μ. τινι μέμψιν δικαίαν Arph. заслуженно упрекать кого-л.; μεμφθεὶς κατὰ τὸ [[πλῆθος]] τὸ [[στράτευμα]] Her. жалуясь на (мало)численность войска.
}}
}}