Anonymous

τεχνάομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(Autenrieth)
(6)
Line 15: Line 15:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. inf. τεχνῆσαι (v. l. τεχνῆσσαι), fut. τεχνήσομαι, aor. τεχνήσατο, opt. -αιτο, [[part]]. -άμενος: [[construct]] [[with]] [[art]], [[contrive]], [[devise]]. (Od. and Il. 23.415.)
|auten=aor. inf. τεχνῆσαι (v. l. τεχνῆσσαι), fut. τεχνήσομαι, aor. τεχνήσατο, opt. -αιτο, [[part]]. -άμενος: [[construct]] [[with]] [[art]], [[contrive]], [[devise]]. (Od. and Il. 23.415.)
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεχνάομαι:''' μέλ. <i>τεχνήσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτεχνησάμην</i>, Επικ. <i>τεχνησάμην</i>· παρακ. <i>τετέχνημαι</i>· ([[τέχνη]])· Αποθ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατασκευάζω]] εντέχνως, [[εκτελώ]] [[επιδέξια]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης ως Παθ., κατασκευάζομαι μέσω της τέχνης, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κατορθώνω]] ή [[μηχανώμαι]] με [[τέχνη]] και [[επιδεξιότητα]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· απόλ., <i>θεοῦτεχνωμένου</i>, αν ο [[θεός]] μηχανευτεί, σε Σοφ.· με απαρ., [[μηχανεύομαι]] πώς να πράξω, σε Θουκ.
}}
}}