Anonymous

τεχνάομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεχνάομαι:''' μέλ. <i>τεχνήσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτεχνησάμην</i>, Επικ. <i>τεχνησάμην</i>· παρακ. <i>τετέχνημαι</i>· ([[τέχνη]])· Αποθ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατασκευάζω]] εντέχνως, [[εκτελώ]] [[επιδέξια]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης ως Παθ., κατασκευάζομαι μέσω της τέχνης, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κατορθώνω]] ή [[μηχανώμαι]] με [[τέχνη]] και [[επιδεξιότητα]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· απόλ., <i>θεοῦτεχνωμένου</i>, αν ο [[θεός]] μηχανευτεί, σε Σοφ.· με απαρ., [[μηχανεύομαι]] πώς να πράξω, σε Θουκ.
|lsmtext='''τεχνάομαι:''' μέλ. <i>τεχνήσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτεχνησάμην</i>, Επικ. <i>τεχνησάμην</i>· παρακ. <i>τετέχνημαι</i>· ([[τέχνη]])· Αποθ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατασκευάζω]] εντέχνως, [[εκτελώ]] [[επιδέξια]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης ως Παθ., κατασκευάζομαι μέσω της τέχνης, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κατορθώνω]] ή [[μηχανώμαι]] με [[τέχνη]] και [[επιδεξιότητα]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· απόλ., <i>θεοῦτεχνωμένου</i>, αν ο [[θεός]] μηχανευτεί, σε Σοφ.· με απαρ., [[μηχανεύομαι]] πώς να πράξω, σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τέχνη]]<br /><b class="num">I.</b> to make by art, to [[execute]] [[skilfully]], Od.<br /><b class="num">2.</b> also as Pass. to be made by art, Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[contrive]] or [[execute]] [[cunningly]], Il., Soph.:—absol., θεοῦ τεχνωμένου if God contrives, Soph.:—c. inf. to [[contrive]] how to do, Thuc.
}}
}}