Anonymous

ἱερεύς: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἱερεύς]])<br /><b>βλ.</b> [[ιερέας]].
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἱερεύς]])<br /><b>βλ.</b> [[ιερέας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱερεύς:''' -έως, Ιων. -ῆος, ὁ, Αττ. πληθ. <i>ἱερῆς</i>· Ιων. ονομ. [[ἱρεύς]] ([[ἱερός]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ιερέας]], αυτός που εκτελεί θυσίες, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ἱερεύς]] τις ἄτης, [[λειτουργός]] δυστυχίας, σε Αισχύλ.· και κωμ., <i>λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}