Anonymous

ἱερεύς: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱερεύς:''' -έως, Ιων. -ῆος, ὁ, Αττ. πληθ. <i>ἱερῆς</i>· Ιων. ονομ. [[ἱρεύς]] ([[ἱερός]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ιερέας]], αυτός που εκτελεί θυσίες, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ἱερεύς]] τις ἄτης, [[λειτουργός]] δυστυχίας, σε Αισχύλ.· και κωμ., <i>λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἱερεύς:''' -έως, Ιων. -ῆος, ὁ, Αττ. πληθ. <i>ἱερῆς</i>· Ιων. ονομ. [[ἱρεύς]] ([[ἱερός]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ιερέας]], αυτός που εκτελεί θυσίες, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ἱερεύς]] τις ἄτης, [[λειτουργός]] δυστυχίας, σε Αισχύλ.· και κωμ., <i>λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱερεύς:''' έως, ион. [[ἱρεύς]], ῆος ὁ<br /><b class="num">1)</b> священнослужитель, жрец (Διὸς Ἰδαίου Hom.; Ζηνός Soph.; [[Διός]] NT): ἱ. ἄτας Aesch. жрец пагубы, губитель жизней; λεπτοτάτων λήρων ἱ. Arph. ирон. верховный жрец утонченной болтовни, т. е. великий мастер переливать из пустого в порожнее;<br /><b class="num">2)</b> иерей, священник NT.
}}
}}