Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀλοόφρων: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλοόφρων]] και [[οὐλοόφρων]] -όνος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διάκειται εχθρικά [[προς]] κάποιον, που σκέπτεται τον θάνατο και την [[καταστροφή]] κάποιου, [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («ὥς τε [[λέων]] [[ὀλοόφρων]] βουσὶν ἐπελθών», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οξύνους]], [[μυαλωμένος]], [[σοφός]] («Ἄτλαντος ὀλοόφρονος», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλοός]] (Ι) «[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>. Κατ' άλλους, η λ. με τη σημ. «[[οξύνους]], [[μυαλωμένος]]» [[πρέπει]] να γραφεί <i>ὁλοόφρων</i>, [[οπότε]] [[είναι]] σύνθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλοός</i> (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>) και σημαίνει «αυτός που σκέπτεται για όλα»].
|mltxt=[[ὀλοόφρων]] και [[οὐλοόφρων]] -όνος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διάκειται εχθρικά [[προς]] κάποιον, που σκέπτεται τον θάνατο και την [[καταστροφή]] κάποιου, [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («ὥς τε [[λέων]] [[ὀλοόφρων]] βουσὶν ἐπελθών», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οξύνους]], [[μυαλωμένος]], [[σοφός]] («Ἄτλαντος ὀλοόφρονος», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλοός]] (Ι) «[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>. Κατ' άλλους, η λ. με τη σημ. «[[οξύνους]], [[μυαλωμένος]]» [[πρέπει]] να γραφεί <i>ὁλοόφρων</i>, [[οπότε]] [[είναι]] σύνθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλοός</i> (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>) και σημαίνει «αυτός που σκέπτεται για όλα»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλοόφρων:''' -ονος, ὁ και ἡ ([[ὀλοός]], [[φρήν]]), αυτός που σχεδιάζει να κάνει κάποιο [[κακό]], [[φθοροποιός]], [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Ιλ.· στην Ομήρ. Οδ., αναφέρεται [[πάντοτε]] σε πανούργους, δόλιους άντρες, όχι όμως σε Έλληνες· οι άντρες αυτοί θεωρούνταν ολέθριοι.
}}
}}