Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀλοόφρων: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλοόφρων:''' -ονος, ὁ και ἡ ([[ὀλοός]], [[φρήν]]), αυτός που σχεδιάζει να κάνει κάποιο [[κακό]], [[φθοροποιός]], [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Ιλ.· στην Ομήρ. Οδ., αναφέρεται [[πάντοτε]] σε πανούργους, δόλιους άντρες, όχι όμως σε Έλληνες· οι άντρες αυτοί θεωρούνταν ολέθριοι.
|lsmtext='''ὀλοόφρων:''' -ονος, ὁ και ἡ ([[ὀλοός]], [[φρήν]]), αυτός που σχεδιάζει να κάνει κάποιο [[κακό]], [[φθοροποιός]], [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Ιλ.· στην Ομήρ. Οδ., αναφέρεται [[πάντοτε]] σε πανούργους, δόλιους άντρες, όχι όμως σε Έλληνες· οι άντρες αυτοί θεωρούνταν ολέθριοι.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλοόφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> замышляющий гибель, т. е. несущий гибель, губительный ([[ὕδρος]], [[λέων]], [[σῦς]] κάπροσ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> ужасный, страшный ([[Ἄτλας]], [[Μίνως]] Hom.).
}}
}}