3,242,429
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλοόφρων:''' -ονος, ὁ και ἡ ([[ὀλοός]], [[φρήν]]), αυτός που σχεδιάζει να κάνει κάποιο [[κακό]], [[φθοροποιός]], [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Ιλ.· στην Ομήρ. Οδ., αναφέρεται [[πάντοτε]] σε πανούργους, δόλιους άντρες, όχι όμως σε Έλληνες· οι άντρες αυτοί θεωρούνταν ολέθριοι. | |lsmtext='''ὀλοόφρων:''' -ονος, ὁ και ἡ ([[ὀλοός]], [[φρήν]]), αυτός που σχεδιάζει να κάνει κάποιο [[κακό]], [[φθοροποιός]], [[ολέθριος]], σε Ομήρ. Ιλ.· στην Ομήρ. Οδ., αναφέρεται [[πάντοτε]] σε πανούργους, δόλιους άντρες, όχι όμως σε Έλληνες· οι άντρες αυτοί θεωρούνταν ολέθριοι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλοόφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> замышляющий гибель, т. е. несущий гибель, губительный ([[ὕδρος]], [[λέων]], [[σῦς]] κάπροσ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> ужасный, страшный ([[Ἄτλας]], [[Μίνως]] Hom.). | |||
}} | }} |