3,277,286
edits
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμοιοτέλευτος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για στίχους, προτάσεις ή κώλα) αυτός που τελειώνει όμοια με κάποιον [[άλλο]], που έχει την [[ίδια]] [[κατάληξη]], [[ομοιοκατάληκτος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ ὁμοιοτέλευτο</i>(<i>ν</i>) και <i>τὰ ὁμοιοτέλευτα</i><br /><b>(ρητ.)</b><br />[[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο τίθενται στο [[τέλος]] επάλληλων περιόδων, προτάσεων ή στίχων ποιήματος λέξεις με όμοια [[κατάληξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁμοιοτέλευτον διάνοιαν κατακλίνειν»<br /><b>μτφ.</b> το να τελειώνει [[κάποιος]] μια [[πρόταση]] με ομοιοτέλευτο, Σέξτ. Εμπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοιοτελεύτως</i> (Μ ὁμοιοτελεύτως)<br />με ομοιοτέλευτο τρόπο, με ομοιοτέλευτο [[σχήμα]], ομοιοκαταλήκτως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τέλευτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τελευτή]])]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμοιοτέλευτος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για στίχους, προτάσεις ή κώλα) αυτός που τελειώνει όμοια με κάποιον [[άλλο]], που έχει την [[ίδια]] [[κατάληξη]], [[ομοιοκατάληκτος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ ὁμοιοτέλευτο</i>(<i>ν</i>) και <i>τὰ ὁμοιοτέλευτα</i><br /><b>(ρητ.)</b><br />[[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο τίθενται στο [[τέλος]] επάλληλων περιόδων, προτάσεων ή στίχων ποιήματος λέξεις με όμοια [[κατάληξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁμοιοτέλευτον διάνοιαν κατακλίνειν»<br /><b>μτφ.</b> το να τελειώνει [[κάποιος]] μια [[πρόταση]] με ομοιοτέλευτο, Σέξτ. Εμπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοιοτελεύτως</i> (Μ ὁμοιοτελεύτως)<br />με ομοιοτέλευτο τρόπο, με ομοιοτέλευτο [[σχήμα]], ομοιοκαταλήκτως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τέλευτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τελευτή]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμοιοτέλευτος:''' -ον ([[τελευτή]]), αυτός που έχει [[ίδια]] [[κατάληξη]], σε Αριστ.· <i>τὸὁμοιοτέλευτον</i>, ομοιοκαταληξια [[δύο]] στίχων. | |||
}} | }} |