ὁμοιοτέλευτος
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ὁμοιοτέλευτον, ending alike: τὸ ὁμοιοτέλευτον = near rhyme, the like ending of two or more clauses or verses, Id.Rh.1410b1, Phld.Rh.1.162 S., D.S.12.53 (pl.): ὁμοιοτέλευτα (sc. κῶλα) Demetr.Eloc. 26; ὁμοιοτέλευτον διάνοιαν κατακλίνειν = end a sentence with ὁμοιοτέλευτον, S.E. M.2.57.
German (Pape)
[Seite 336] mit ähnlicher Endung, mit gleicher Endung; διάνοια, S. Emp. adv. rhet. 57; τὸ ὁμοιοτέλευτον, der gleiche Ausgang zweier oder mehrerer Verse od. Sätze, unserm Reime entsprechend, Gramm. u. Rhett.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
t. de gramm. qui se termine de même (mot), homéotéleute.
Étymologie: ὅμοιος, τελευτή.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιοτέλευτος: сходный по окончанию, тж. рифмующийся Arst., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιοτέλευτος: -ον, ὁ ὁμοίως τελευτῶν, ὁμοίως καταλήγων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9· τὸ ὁμοιοτέλευτον, ἡ ὁμοιοκαταληξία δύο ἢ πλειόνων προτάσεων ἢ στίχων, ἧς εὑρίσκομεν ἴχνη καὶ παρὰ τοῖς ἀρίστοις τῶν ποιητῶν, π.χ. Σοφ. Αἴ. 62-65· εἶναι δὲ λίαν συχνὴ ἐν τῇ καταλήξει τῶν δύο τμημάτων τοῦ πενταμέτρου. - Ἐπίρρ. ὁμοιοτελεύτως, Εὐστ. 179, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμοιοτέλευτος, -ον)
1. (για στίχους, προτάσεις ή κώλα) αυτός που τελειώνει όμοια με κάποιον άλλο, που έχει την ίδια κατάληξη, ομοιοκατάληκτος
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ ὁμοιοτέλευτο(ν) και τὰ ὁμοιοτέλευτα
(ρητ.)
σχήμα κατά το οποίο τίθενται στο τέλος επάλληλων περιόδων, προτάσεων ή στίχων ποιήματος λέξεις με όμοια κατάληξη
αρχ.
φρ. «ὁμοιοτέλευτον διάνοιαν κατακλίνειν»
μτφ. το να τελειώνει κάποιος μια πρόταση με ομοιοτέλευτο, Σέξτ. Εμπ.).
επίρρ...
ομοιοτελεύτως (Μ ὁμοιοτελεύτως)
με ομοιοτέλευτο τρόπο, με ομοιοτέλευτο σχήμα, ομοιοκαταλήκτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -τέλευτος (< τελευτή)].
Greek Monotonic
ὁμοιοτέλευτος: -ον (τελευτή), αυτός που έχει ίδια κατάληξη, σε Αριστ.· τὸὁμοιοτέλευτον, ομοιοκαταληξια δύο στίχων.
Wikipedia FR
Un ou une homéotéleute (en grec ancien : ὁμοιοτέλευτος/homoiotéleutos, de ὅμοιος/hómoios : « semblable » et τελευτή/teleutế : « fin, finalité » ; parfois écrite « homoïotéleute », ou encore « homoïotéleuton », est une figure de style qui consiste en la répétition d'une ou de plusieurs syllabes finales homophones de mots, de vers ou de phrase.
La prose utilise particulièrement les ressources stylistiques de l'homéotéleute, comme dans cette phrase de Raymond Queneau, dans Exercices de style (chapitre « Homéotéleutes »), qui joue sur la répétition du groupe phonique « -cule » et de ses variables harmoniques « -ulbe » et « -bule » :
ex. : « Un jour de canicule sur un véhicule où je circule, gesticule un funambule au bulbe minuscule ». L'homéotéleute est une ressource phonique dans la fabrication de jeu de mots, proche d'autres figures sonores comme l'allitération, l'assonance ou le tautogramme. La visée recherchée peut alors être le comique ou l'insistance. Utilisée en poésie, au théâtre, dans le conte, le roman ou dans les slogans publicitaires, l'homéotéleute participe surtout de la création d'un rythme poétique, en faisant résonner l'homophonie des mots mis en reliefs, dans les vers ou les phrases.
Wikipedia EN
Homeoteleuton, also spelled homoeoteleuton and homoioteleuton (from the Greek ὁμοιοτέλευτον, homoioteleuton, "like ending"), is the repetition of endings in words. Homeoteleuton is also known as near rhyme.