Anonymous

θορυβάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(4)
(1ab)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θορυβάζομαι:''' Παθ., θορυβούμαι, ενοχλούμαι, βασανίζομαι, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''θορυβάζομαι:''' Παθ., θορυβούμαι, ενοχλούμαι, βασανίζομαι, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θορυβάζομαι]],<br />Pass. to be [[troubled]], NTest. [from θορῠβητικός]
}}
}}