Anonymous

ἔκβολος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔκβολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχτηκε έξω ή [[μακριά]], ο [[απόβλητος]]<br /><b>2.</b> [[μάταιος]], [[ανίσχυρος]], [[άχρηστος]]<br /><b>3.</b> ξεχωρισμένος<br /><b>4.</b> διωγμένος<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἔκβολον</i><br />α) [[απόρριμμα]], [[απόβλημα]]<br />β) <b>στον πληθ.</b> «ναὸς ἔκβολα» — τα λείψανα ναυαγισμένου πλοίου που βγαίνουν στην [[ξηρά]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «πόντου ἔκβολον» — [[γιαλός]] όπου το [[κύμα]] μπαίνει στη [[στεριά]].
|mltxt=[[ἔκβολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχτηκε έξω ή [[μακριά]], ο [[απόβλητος]]<br /><b>2.</b> [[μάταιος]], [[ανίσχυρος]], [[άχρηστος]]<br /><b>3.</b> ξεχωρισμένος<br /><b>4.</b> διωγμένος<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἔκβολον</i><br />α) [[απόρριμμα]], [[απόβλημα]]<br />β) <b>στον πληθ.</b> «ναὸς ἔκβολα» — τα λείψανα ναυαγισμένου πλοίου που βγαίνουν στην [[ξηρά]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «πόντου ἔκβολον» — [[γιαλός]] όπου το [[κύμα]] μπαίνει στη [[στεριά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκβολος:''' -ον ([[ἐκβάλλω]]), αυτός που έχει εγκαταλειφθεί σ' ένα [[μέρος]], με γεν., σε Ευρ.· ως ουσ., <i>ἔκβολον</i>, <i>τό</i>, [[απόβλητος]], στον ίδ.· [[αλλά]], <i>ναὸς ἔκβολα</i>, κουρέλια που ξεβράστηκαν από το ναυαγισμένο [[πλοίο]], στον ίδ.
}}
}}