3,274,873
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκοχρήσμων:''' Δωρ. -χράσμων, -ον ([[χράομαι]]), [[δύσκολος]], [[δύστροπος]] στη [[συγκατοίκηση]], [[αφόρητος]] στη [[συμβίωση]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''κᾰκοχρήσμων:''' Δωρ. -χράσμων, -ον ([[χράομαι]]), [[δύσκολος]], [[δύστροπος]] στη [[συγκατοίκηση]], [[αφόρητος]] στη [[συμβίωση]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκοχρήσμων:''' дор. κᾰκοχράσμων 2, gen. ονος [[χράομαι]] необщительный, нелюдимый, по друг. [[χρῆμα]] неимущий, бедный (ὁ [[δᾶμος]] Theocr.). | |||
}} | }} |