3,274,917
edits
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> s’avancer, s’approcher ; <i>en parl. du temps</i> s’avancer, s’écouler, passer;<br /><b>II.</b> avancer, faire des progrès : [[οὕτως]] ὠμὴ [[στάσις]] [[προὐχώρησε]] THC tant la sédition fut atroce ; προχωρεῖν ἐπὶ [[μέγα]] LUC faire de grands progrès ; [[εἴς]] [[τι]] [[δυνάμιος]] HDT parvenir à un certain degré de puissance ; <i>p. suite</i><br /><b>1</b> prospérer, réussir : τὰ ἱερὰ προχωρεῖ XÉN les sacrifices sont favorables : ἢν μὴ προχωρήσῃ ἑκάστῳ avec l’inf. THC s’il n’est pas possible à chacun de ; • <i>impers.</i> [[ὥς]] [[οἱ]] δόλῳ [[οὐ]] προεχώρεε HDT comme la ruse ne lui réussissait pas ; <i>abs. au part.</i> : προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις XÉN les affaires marchant bien pour les Lacédémoniens;<br /><b>2</b> convenir : ἡνίκ’ ἂν ἑκάστῳ προχωρῇ XÉN quand cela convient à chacun.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[χωρέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> s’avancer, s’approcher ; <i>en parl. du temps</i> s’avancer, s’écouler, passer;<br /><b>II.</b> avancer, faire des progrès : [[οὕτως]] ὠμὴ [[στάσις]] [[προὐχώρησε]] THC tant la sédition fut atroce ; προχωρεῖν ἐπὶ [[μέγα]] LUC faire de grands progrès ; [[εἴς]] [[τι]] [[δυνάμιος]] HDT parvenir à un certain degré de puissance ; <i>p. suite</i><br /><b>1</b> prospérer, réussir : τὰ ἱερὰ προχωρεῖ XÉN les sacrifices sont favorables : ἢν μὴ προχωρήσῃ ἑκάστῳ avec l’inf. THC s’il n’est pas possible à chacun de ; • <i>impers.</i> [[ὥς]] [[οἱ]] δόλῳ [[οὐ]] προεχώρεε HDT comme la ruse ne lui réussissait pas ; <i>abs. au part.</i> : προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις XÉN les affaires marchant bien pour les Lacédémoniens;<br /><b>2</b> convenir : ἡνίκ’ ἂν ἑκάστῳ προχωρῇ XÉN quand cela convient à chacun.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[χωρέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]] προς τα [[εμπρός]], [[προχωρώ]], <i>πρὸς ἐμὴν χεῖρα</i>, προς το [[μέρος]] που το [[χέρι]] μου οδηγεί σε, σε Σοφ.· λέγεται για στρατεύματα, σε Θουκ.· λέγεται για χρόνο, [[προχωρώ]], [[περνάω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., λέγεται για πολιτείες, πολέμους, επιχειρήσεις κ.λπ., [[προβαίνω]], [[προχωρώ]], [[συνεχίζω]], [[συχνά]] με λέξεις που δηλώνουν [[καλή]] ή κακή [[έκβαση]], <i>εὖ προχωρῆσαι</i>, σε Ευρ.· προχωρησάντων ἐπὶ [[μέγα]] [[τῶν]] πραγμάτων, σε Θουκ.· <i>τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλοντο</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[πηγαίνω]] [[καλά]], [[βαίνω]] ευτυχώς, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>προχωρεῖ μοι</i>, μου [[πάει]] [[καλά]], έχω [[επιτυχία]], <i>ὡς οἱ δόλῳ</i>, <i>οὐ προεχώρει</i>, δεν μπορούσε να επιτύχει με δόλο, στον ίδ.· με απαρ., ἢν μὴ προχωρήσῃ [[ἀπελθεῖν]], αν δεν είναι δυνατό να απομακρυνθεί, σε Θουκ.· απόλ. με μτχ., <i>προκεχωρηκότων</i>, όταν τα πράγματα είχαν προχωρήσει [[καλά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> μεταγεν. λέγεται για πρόσωπα, [[προβαίνω]], [[προχωρώ]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |