Anonymous

προχωρέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]] προς τα [[εμπρός]], [[προχωρώ]], <i>πρὸς ἐμὴν χεῖρα</i>, προς το [[μέρος]] που το [[χέρι]] μου οδηγεί σε, σε Σοφ.· λέγεται για στρατεύματα, σε Θουκ.· λέγεται για χρόνο, [[προχωρώ]], [[περνάω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., λέγεται για πολιτείες, πολέμους, επιχειρήσεις κ.λπ., [[προβαίνω]], [[προχωρώ]], [[συνεχίζω]], [[συχνά]] με λέξεις που δηλώνουν [[καλή]] ή κακή [[έκβαση]], <i>εὖ προχωρῆσαι</i>, σε Ευρ.· προχωρησάντων ἐπὶ [[μέγα]] [[τῶν]] πραγμάτων, σε Θουκ.· <i>τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλοντο</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[πηγαίνω]] [[καλά]], [[βαίνω]] ευτυχώς, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>προχωρεῖ μοι</i>, μου [[πάει]] [[καλά]], έχω [[επιτυχία]], <i>ὡς οἱ δόλῳ</i>, <i>οὐ προεχώρει</i>, δεν μπορούσε να επιτύχει με δόλο, στον ίδ.· με απαρ., ἢν μὴ προχωρήσῃ [[ἀπελθεῖν]], αν δεν είναι δυνατό να απομακρυνθεί, σε Θουκ.· απόλ. με μτχ., <i>προκεχωρηκότων</i>, όταν τα πράγματα είχαν προχωρήσει [[καλά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> μεταγεν. λέγεται για πρόσωπα, [[προβαίνω]], [[προχωρώ]], σε Λουκ.
|lsmtext='''προχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]] προς τα [[εμπρός]], [[προχωρώ]], <i>πρὸς ἐμὴν χεῖρα</i>, προς το [[μέρος]] που το [[χέρι]] μου οδηγεί σε, σε Σοφ.· λέγεται για στρατεύματα, σε Θουκ.· λέγεται για χρόνο, [[προχωρώ]], [[περνάω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., λέγεται για πολιτείες, πολέμους, επιχειρήσεις κ.λπ., [[προβαίνω]], [[προχωρώ]], [[συνεχίζω]], [[συχνά]] με λέξεις που δηλώνουν [[καλή]] ή κακή [[έκβαση]], <i>εὖ προχωρῆσαι</i>, σε Ευρ.· προχωρησάντων ἐπὶ [[μέγα]] [[τῶν]] πραγμάτων, σε Θουκ.· <i>τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλοντο</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[πηγαίνω]] [[καλά]], [[βαίνω]] ευτυχώς, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>προχωρεῖ μοι</i>, μου [[πάει]] [[καλά]], έχω [[επιτυχία]], <i>ὡς οἱ δόλῳ</i>, <i>οὐ προεχώρει</i>, δεν μπορούσε να επιτύχει με δόλο, στον ίδ.· με απαρ., ἢν μὴ προχωρήσῃ [[ἀπελθεῖν]], αν δεν είναι δυνατό να απομακρυνθεί, σε Θουκ.· απόλ. με μτχ., <i>προκεχωρηκότων</i>, όταν τα πράγματα είχαν προχωρήσει [[καλά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> μεταγεν. λέγεται για πρόσωπα, [[προβαίνω]], [[προχωρώ]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προχωρέω:''' <b class="num">1)</b> идти вперед, проходить, продвигаться (εἰς τὴν χώραν Thuc.): π. καὶ οὐ μένειν Plat. безостановочно двигаться; προκεχωρηκότες [[ἄπωθεν]] τῆς Ὄλπης Thuc. удалившись от Ольпы;<br /><b class="num">2)</b> направляться, быть обращенным ([[οἶκος]] εἰς Βορρᾶν προκεχωρηκώς Luc.);<br /><b class="num">3)</b> (о деньгах) иметь хождение, быть в обращении ([[νόμισμα]] προχωροῦν Sext.);<br /><b class="num">4)</b> (во времени) проходить, протекать: [[ἐπεὶ]] δὲ προὐχώρει ὁ [[πότος]] Xen. во время попойки; τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος Xen. с наступлением старости; εὖ π. Eur. протекать благополучно, благоденствовать; Ἴωσι προχωρησάντων ἐπὶ [[μέγα]] τῶν πραγμάτων Thuc. с усилением могущества ионян; [[ταῦτα]] μὲν δὴ [[οὕτω]] προὐκεχωρήκει Xen. вот так это и произошло;<br /><b class="num">5)</b> благополучно протекать, удаваться: [[ἄγοντι]] ἡσυχίην οὔ τι προχωρέειν οἷόν τε [[ἔσται]] Her. у того, кто предается бездействию, никакого успеха не будет; καὶ [[τἆλλα]] προὐχώρει αὐτοῖς ἐς ἐλπίδας Thuc. все остальное также шло у них благополучно, в соответствии с (их) надеждами; π. ἔς τι [[δυνάμιος]] Her. достигнуть известного могущества; τὰ [[νῦν]] προχωρήσαντα Thuc. достигнутые ныне успехи; ὡς δ᾽ [[αὐτῷ]] οὐ προὐχώρει impers. Thuc. так как ему (это) не удалось; προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις Xen. в то время как лакедемонянам везло; τὰ ἱερὰ προχωρεῖ Xen. жертвоприношение складывается благоприятно, т. е. сулит успех;<br /><b class="num">6)</b> impers. подходить, быть выгодным, удобным: ἡνίκ᾽ ἂν ἑκάστῳ προχωρῇ Xen. когда кому будет удобно.
}}
}}