Anonymous

μυχθίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυχθίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεφυσώ]] από τη [[μύτη]] με κλεισμένα χείλη, [[ιδίως]] από [[αγωνία]] ή [[πάθος]]<br /><b>2.</b> [[χλευάζω]], [[περιγελώ]], [[μυκτηρίζω]] («μυχθίζοντες καὶ διαψιθυρίζοντες», Πολύβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. <i>μυχθ</i>-<i>ίζω</i> και το επίθ. <i>μυχθ</i>-<i>ώδης οδηγούν</i> στην [[υπόθεση]] ενός αρχικού τ. <i>μύχθος</i>, συγγενούς του ρ. [[μύσσω]], -<i>ομαι</i> «[[βογγώ]]» (πιθ. <i>μύχθος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μύξαι</i>, απρμφ. αόρ. του [[μύσσομαι]]). Ο [[σχηματισμός]] του [[μυχθίζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>μύχθος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μύξαι</i>) μπορεί να αντιστοιχεί με εκείνον του [[βροχθίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[βρόχθος]], που μπορεί να συνδέεται με [[βρόξαι]]<br /><i>ροφῆσαι</i> (<b>Ησύχ.</b>)].
|mltxt=[[μυχθίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεφυσώ]] από τη [[μύτη]] με κλεισμένα χείλη, [[ιδίως]] από [[αγωνία]] ή [[πάθος]]<br /><b>2.</b> [[χλευάζω]], [[περιγελώ]], [[μυκτηρίζω]] («μυχθίζοντες καὶ διαψιθυρίζοντες», Πολύβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. <i>μυχθ</i>-<i>ίζω</i> και το επίθ. <i>μυχθ</i>-<i>ώδης οδηγούν</i> στην [[υπόθεση]] ενός αρχικού τ. <i>μύχθος</i>, συγγενούς του ρ. [[μύσσω]], -<i>ομαι</i> «[[βογγώ]]» (πιθ. <i>μύχθος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μύξαι</i>, απρμφ. αόρ. του [[μύσσομαι]]). Ο [[σχηματισμός]] του [[μυχθίζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>μύχθος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μύξαι</i>) μπορεί να αντιστοιχεί με εκείνον του [[βροχθίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[βρόχθος]], που μπορεί να συνδέεται με [[βρόξαι]]<br /><i>ροφῆσαι</i> (<b>Ησύχ.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μυχθίζω:''' ([[μύζω]]), [[χλευάζω]], [[εμπαίζω]], σε Θεόκρ.
}}
}}