Anonymous

κατάρχω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κατάρχω]])<br />(ενεργ. και μέσ.) [[κάνω]] [[αρχή]], [[αρχίζω]] (α. «τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες μάχης;», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «κατῆρχεν ἤδη ἀναπηδῶν ἐπὶ τοὺς ἵππους», <b>Ξεν.</b> γ. «κατάρχομαι νόμον βακχεῑον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εξουσιάζω]], [[κυβερνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[δείχνω]] τον δρόμο, [[πηγαίνω]] [[μπροστά]] («ὁδοῡ κατάρχειν τῆς ἐκεῑ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> τιμωρῶ<br /><b>3.</b> [[τιμώ]] («θανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξω», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατάρχομαι</i><br />α) [[αρχίζω]] τις τελετές της θυσίας, [[καθαγιάζω]] το [[θύμα]] («[[Νέστωρ]] χέρνιβά τ' ούλοχύτας τε κατήρχετο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) [[αρχίζω]] να [[χτυπώ]] κάποιον («σκυτάλην λαβών μου κατήρξατο», <b>Λουκιαν.</b>)<br />γ. [[θυσιάζω]], [[σφάζω]] («[[στείχω]] δ' ἐπ' αὐτήν, ώς κατάρξωμαι ξίφει», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=(AM [[κατάρχω]])<br />(ενεργ. και μέσ.) [[κάνω]] [[αρχή]], [[αρχίζω]] (α. «τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες μάχης;», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «κατῆρχεν ἤδη ἀναπηδῶν ἐπὶ τοὺς ἵππους», <b>Ξεν.</b> γ. «κατάρχομαι νόμον βακχεῑον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εξουσιάζω]], [[κυβερνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[δείχνω]] τον δρόμο, [[πηγαίνω]] [[μπροστά]] («ὁδοῡ κατάρχειν τῆς ἐκεῑ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> τιμωρῶ<br /><b>3.</b> [[τιμώ]] («θανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξω», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατάρχομαι</i><br />α) [[αρχίζω]] τις τελετές της θυσίας, [[καθαγιάζω]] το [[θύμα]] («[[Νέστωρ]] χέρνιβά τ' ούλοχύτας τε κατήρχετο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) [[αρχίζω]] να [[χτυπώ]] κάποιον («σκυτάλην λαβών μου κατήρξατο», <b>Λουκιαν.</b>)<br />γ. [[θυσιάζω]], [[σφάζω]] («[[στείχω]] δ' ἐπ' αὐτήν, ώς κατάρξωμαι ξίφει», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάρχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω [[έναρξη]] ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.· <i>ὁδοῦ κατάρχειν</i>, [[οδηγώ]] το δρόμο, [[δείχνω]] το δρόμο, σε Σοφ.· [[σπανίως]] με αιτ., [[ξεκινώ]] [[κάτι]], σε Πλάτ.· με μτχ., [[ξεκινώ]] να κάνω, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[τιμώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[ξεκίνημα]], [[αρχίζω]], [[ξεκινώ]], όπως το Ενεργ., με γεν., στον ίδ., σε Πλάτ.· επίσης με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., κατάρχεται [[μέλος]], ξεκινά, στον ίδ. <b>2. α)</b> με θρησκευτική [[σημασία]], [[ξεκινώ]] τις θυσιαστήριες τελετές, [[Νέστωρ]] χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο, ο Νέστορας ξεκίνησε (τη [[θυσία]]) με το [[πλύσιμο]] των χεριών και το [[ράντισμα]] του κριθαριού στο [[κεφάλι]] του θύματος, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κατάρχομαι</i>, [[ξεκινώ]] τη [[λειτουργία]], σε Ευρ.· με γεν., <i>κατάρχεσθαι τοῦ τράγου</i>, [[προετοιμάζω]] το [[θύμα]], δηλ. το [[καθαγιάζω]] για τη [[θυσία]] με το να κόψω τα μαλλιά από το μέτωπό του, σε Αριστοφ.· [[πῶς]] δ' αὖ κατάρξει θυμάτων; σε Ευρ. <b>β)</b> [[θυσιάζω]], [[σφαγιάζω]], στον ίδ. — Παθ., σὸν κατῆρκται [[σῶμα]], έχει αφιερωθεί, στον ίδ. <b>γ)</b> [[αλλά]], [[χτυπώ]], [[πλήττω]], σε Πλούτ.
}}
}}