3,277,121
edits
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που εισέρχεται [[παράνομα]] σε ένα [[κτήριο]] διατρυπώντας τους τοίχους<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[διαρρήκτης]], [[λωποδύτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[άθλιος]], [[ελεεινός]] («τοιχωρύχον [[λαγύνιον]]», Δίφιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρύχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀρύσσω]] «[[σκάβω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεταλλ</i>-<i>ωρύχος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που εισέρχεται [[παράνομα]] σε ένα [[κτήριο]] διατρυπώντας τους τοίχους<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[διαρρήκτης]], [[λωποδύτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[άθλιος]], [[ελεεινός]] («τοιχωρύχον [[λαγύνιον]]», Δίφιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρύχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀρύσσω]] «[[σκάβω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεταλλ</i>-<i>ωρύχος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τοιχωρύχος:''' [ῠ], ὁ ([[ὀρύσσω]]), αυτός που διορύττει τοίχο για να εισέλθει σε [[ξένο]] [[σπίτι]], [[ληστής]], [[κλέφτης]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |