τοιχωρύχος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τοιχωρύχος:''' [ῠ], ὁ ([[ὀρύσσω]]), αυτός που διορύττει τοίχο για να εισέλθει σε [[ξένο]] [[σπίτι]], [[ληστής]], [[κλέφτης]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τοιχωρύχος:''' [ῠ], ὁ ([[ὀρύσσω]]), αυτός που διορύττει τοίχο για να εισέλθει σε [[ξένο]] [[σπίτι]], [[ληστής]], [[κλέφτης]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τοιχωρύχος:''' ὁ взломщик, громила Arph., Plat., Polyb.
}}
}}