Anonymous

ἐπικτείνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικτείνω]] (Α)<br />[[σκοτώνω]] [[ξανά]] («τὶς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῑν;» — τί [[παλληκαριά]] [[είναι]] να σκοτώσεις [[ξανά]] τον νεκρό; <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[ἐπικτείνω]] (Α)<br />[[σκοτώνω]] [[ξανά]] («τὶς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῑν;» — τί [[παλληκαριά]] [[είναι]] να σκοτώσεις [[ξανά]] τον νεκρό; <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικτείνω:''' μέλ. -[[κτενῶ]], [[σκοτώνω]] [[επιπλέον]] ή [[ξανά]], σε Σοφ.
}}
}}