ἐπικτείνω
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
kill besides or again, τὸν θανόντ' ἐ. slay the slain anew, S.Ant.1030; f.l. for ἔτι κτείνω, Plu.Caes.46.
German (Pape)
[Seite 954] (s. κτείνω), noch dazu, zum zweiten Male tödten, τίς ἀλκὴ τὸν θανόντ' ἐπικτανεῖν Soph. Ant. 1017; τοὺς κειμένους νεκροὺς ἤδη καὶ τοὺς ἐπικτεινομένους Plut. Caes. 46, u. die noch dazu getödtet werden.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπικτενῶ;
1 tuer sur ou par-dessus;
2 tuer encore.
Étymologie: ἐπί, κτείνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικτείνω:
1 (сверх того) убивать: οἵ τε κείμενοι νεκροὶ ἤδη καὶ οἱ ἐπικτεινόμενοι Plut. как уже убитые, так и умирающие;
2 еще раз (вторично) убивать: τίς ἀλκὴ τὸν θανόντα ἐ.; Soph. что за геройство убивать убитого?
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικτείνω: ἀποκτείνω πάλιν, τίς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῖν, κτανεῖν ἐκ νέου, Σοφ. Ἀντ. 1030, πρβλ. Πλουτ. Κάσ. 46.
Greek Monolingual
ἐπικτείνω (Α)
σκοτώνω ξανά («τὶς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῖν;» — τί παλληκαριά είναι να σκοτώσεις ξανά τον νεκρό; Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐπικτείνω: μέλ. -κτενῶ, σκοτώνω επιπλέον ή ξανά, σε Σοφ.