Anonymous

ἀποτίθημι: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α)<br /><b>βλ.</b> [[αποθέτω]].
|mltxt=(Α)<br /><b>βλ.</b> [[αποθέτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποτίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αποθέτω]], [[βάζω]] κατά [[μέρος]], [[εναποθέτω]], [[τοποθετώ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[τοποθετώ]] [[μακριά]] μου, [[βάζω]] [[παράμερα]], λέγεται για όπλα και ενδύματα, στο ίδ., Ηρόδ.· <i>ἀποτίθεμαι τὸν νόμον</i>, [[παραμερίζω]], δηλ. [[παραβαίνω]] το νόμο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποφεύγω]], [[διαφεύγω]] από [[κάτι]] επαχθές, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[βάζω]] κατά [[μέρος]] για τον εαυτό μου, [[αποθηκεύω]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> ἀποτίθεσθαι εἰς [[αὖθις]], [[αναβάλλω]], [[χρονοτριβώ]], σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
}}
}}