Anonymous

μεσιτεύω: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μεσιτεύγω και μισιτεύγω<br />(ΑM [[μεσιτεύω]]) [[μεσίτης]]<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]] ως [[μεσίτης]], [[παρεμβαίνω]] ή [[μεσολαβώ]] [[μεταξύ]] δύο προσώπων ή ομάδων για να τους συμβιβάσω, να τους συμφιλιώσω ή για να συνάψουν [[συμφωνία]]<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] για [[σύναψη]] αγοραπωλησίας, μίσθωσης ή συνοικεσίου, [[κάνω]] τον μεσάζοντα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[παρακαλώ]] για κάποιον<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] ως [[μέσο]] για την [[επιτυχία]] ενός σκοπού<br /><b>2.</b> [[σώζω]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ό μεσιτεύων</i><br />[[αιρετός]] [[δικαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενεχυριάζω]] [[κτήμα]], [[υποθηκεύω]]<br /><b>2.</b> [[μεσιδιώ]]<br /><b>3.</b> [[προσθέτω]] ως τρίτο συστατικό<br /><b>4.</b> (για χρήματα) έχω κατατεθεί σε μεσιτοφύλακα<br /><b>5.</b> βρίσκομαι στο [[μέσο]] ή [[κατέχω]] τη μεσαία [[θέση]].
|mltxt=και μεσιτεύγω και μισιτεύγω<br />(ΑM [[μεσιτεύω]]) [[μεσίτης]]<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]] ως [[μεσίτης]], [[παρεμβαίνω]] ή [[μεσολαβώ]] [[μεταξύ]] δύο προσώπων ή ομάδων για να τους συμβιβάσω, να τους συμφιλιώσω ή για να συνάψουν [[συμφωνία]]<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] για [[σύναψη]] αγοραπωλησίας, μίσθωσης ή συνοικεσίου, [[κάνω]] τον μεσάζοντα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[παρακαλώ]] για κάποιον<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] ως [[μέσο]] για την [[επιτυχία]] ενός σκοπού<br /><b>2.</b> [[σώζω]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ό μεσιτεύων</i><br />[[αιρετός]] [[δικαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενεχυριάζω]] [[κτήμα]], [[υποθηκεύω]]<br /><b>2.</b> [[μεσιδιώ]]<br /><b>3.</b> [[προσθέτω]] ως τρίτο συστατικό<br /><b>4.</b> (για χρήματα) έχω κατατεθεί σε μεσιτοφύλακα<br /><b>5.</b> βρίσκομαι στο [[μέσο]] ή [[κατέχω]] τη μεσαία [[θέση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεσῑτεύω:''' [[λειτουργώ]] ως [[μεσολαβητής]], σε Βάβρ., Κ.Δ.
}}
}}