Anonymous

δωροφόρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δωροφόρος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει δώρα<br /><b>2.</b> ο φόρου [[υποτελής]].
|mltxt=[[δωροφόρος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει δώρα<br /><b>2.</b> ο φόρου [[υποτελής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δωροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρνει τα δώρα, σε Πίνδ., Ανθ.
}}
}}