3,277,172
edits
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δωροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρνει τα δώρα, σε Πίνδ., Ανθ. | |lsmtext='''δωροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρνει τα δώρα, σε Πίνδ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δωροφόρος:''' Pind. = [[δωροφορικός]]. | |||
}} | }} |