Anonymous

δωροφόρος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δωροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρνει τα δώρα, σε Πίνδ., Ανθ.
|lsmtext='''δωροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρνει τα δώρα, σε Πίνδ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δωροφόρος:''' Pind. = [[δωροφορικός]].
}}
}}