3,274,313
edits
(36) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> το [[πρόσωπο]] («[[ῥέθος]] ἀελίω δεῑξον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[σώμα]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>τὰ ῥέθη</i><br />τα [[μέλη]] του σώματος («ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. [[ῥέθος]] απαντά αρχικά στην αιολ. λυρική [[ποίηση]] με τη σημ. «[[πρόσωπο]]» και με αυτήν τη σημ. χρησιμοποιήθηκε και στην τραγική [[ποίηση]], [[αλλά]] και στο ομηρικό [[κείμενο]] στους στ. Π 856 και Χ 362. Η [[χρήση]], όμως, του τ. <i>ῥεθος</i> στον στ. Χ 68 [[ἐπεὶ]] κέ τις ὀξέι χαλκῷ τύψας ἠέ βαλὼν ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται</i> οδήγησε ορισμένους μελετητές στην [[υπόθεση]] ότι ο τ. <i>ῥέθεα</i> έχει τη σημ. «[[μέλη]] του σώματος». Ωστόσο, το [[χωρίο]] αυτό [[είναι]] γραμμένο από κάποιον πολύ μεταγενέστερο ραψωδό, ο [[οποίος]], μη γνωρίζοντας τη σημ. της αιολ. αυτής λ., τήν θεώρησε ως συνώνυμη της λ. [[μέλος]]. Η [[σύγχυση]] αυτή προκλήθηκε λόγω τών ομοιοτήτων που παρουσίαζαν οι στίχοι: <i>ὦκα δὲ θυμὸς ᾤχετ</i>' <i>ἀπὸ μελέων</i> (Ν 671) και [[ψυχή]] δ</i>' <i>ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδόσδε βεβήκει</i> (Π 85β), όπου η λ. [[θυμός]] αντιστοιχεί με τη λ. [[ψυχή]], [[οπότε]] και ο τ. <i>ῥεθέων</i> θεωρήθηκε [[ισοδύναμος]] [[προς]] το <i>μελέων</i>. Τέλος, οι συνδέσεις της λ. [[ῥέθος]] με το αρχ. ινδ. <i>vardhati</i> «[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι» ή με τους τ. <i>ῥίς</i> και <i>ῥέω</i> δεν θεωρούνται πιθανές]. | |mltxt=-εος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> το [[πρόσωπο]] («[[ῥέθος]] ἀελίω δεῑξον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[σώμα]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>τὰ ῥέθη</i><br />τα [[μέλη]] του σώματος («ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. [[ῥέθος]] απαντά αρχικά στην αιολ. λυρική [[ποίηση]] με τη σημ. «[[πρόσωπο]]» και με αυτήν τη σημ. χρησιμοποιήθηκε και στην τραγική [[ποίηση]], [[αλλά]] και στο ομηρικό [[κείμενο]] στους στ. Π 856 και Χ 362. Η [[χρήση]], όμως, του τ. <i>ῥεθος</i> στον στ. Χ 68 [[ἐπεὶ]] κέ τις ὀξέι χαλκῷ τύψας ἠέ βαλὼν ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται</i> οδήγησε ορισμένους μελετητές στην [[υπόθεση]] ότι ο τ. <i>ῥέθεα</i> έχει τη σημ. «[[μέλη]] του σώματος». Ωστόσο, το [[χωρίο]] αυτό [[είναι]] γραμμένο από κάποιον πολύ μεταγενέστερο ραψωδό, ο [[οποίος]], μη γνωρίζοντας τη σημ. της αιολ. αυτής λ., τήν θεώρησε ως συνώνυμη της λ. [[μέλος]]. Η [[σύγχυση]] αυτή προκλήθηκε λόγω τών ομοιοτήτων που παρουσίαζαν οι στίχοι: <i>ὦκα δὲ θυμὸς ᾤχετ</i>' <i>ἀπὸ μελέων</i> (Ν 671) και [[ψυχή]] δ</i>' <i>ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδόσδε βεβήκει</i> (Π 85β), όπου η λ. [[θυμός]] αντιστοιχεί με τη λ. [[ψυχή]], [[οπότε]] και ο τ. <i>ῥεθέων</i> θεωρήθηκε [[ισοδύναμος]] [[προς]] το <i>μελέων</i>. Τέλος, οι συνδέσεις της λ. [[ῥέθος]] με το αρχ. ινδ. <i>vardhati</i> «[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι» ή με τους τ. <i>ῥίς</i> και <i>ῥέω</i> δεν θεωρούνται πιθανές]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥέθος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[μέλος]] του σώματος· στον πληθ., [[μέλη]] σώματος, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στον ενικ., [[πρόσωπο]], όψη, [[παρουσιαστικό]], [[έκφραση]] προσώπου, σε Σοφ., Ευρ. | |||
}} | }} |