Anonymous

ῥέθος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥέθος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[μέλος]] του σώματος· στον πληθ., [[μέλη]] σώματος, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στον ενικ., [[πρόσωπο]], όψη, [[παρουσιαστικό]], [[έκφραση]] προσώπου, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''ῥέθος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[μέλος]] του σώματος· στον πληθ., [[μέλη]] σώματος, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στον ενικ., [[πρόσωπο]], όψη, [[παρουσιαστικό]], [[έκφραση]] προσώπου, σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥέθος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> член, pl. тело (ψυχὴ δ᾽ ἐκ ῥεθέων πταμένη Hom.);<br /><b class="num">2)</b> лицо (ῥ. αἱματόεν Soph.): ῥ. ἀελίῳ δεικνύναι Eur. показать солнцу, т. е. открыть (свой) лицо.
}}
}}