Anonymous

ὁμόπτερος: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόπτερος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ομόπτερα</i><br /><b>εντομολ.</b> [[τάξη]] εντόμων που παρουσιάζει [[μεγάλη]] [[ποικιλομορφία]] ως [[προς]] το [[μέγεθος]], το [[σχήμα]] και τη [[φυσική]] [[ιστορία]] τών μελών της και στην οποία ανήκουν 32.000 [[περίπου]] είδη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πτηνό]]) αυτός που έχει όμοια φτερά, παρόμοιο [[πτέρωμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) εντελώς όμοιος, [[πανομοιότυπος]], [[ολόιδιος]]<br />β) αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομήλιξ]], [[συνομήλικος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ ἐμοὶ ὁμόπτεροι»<br />(για πτηνά) οι σύντροφοι μου, τα άλλα πτηνά («ἴτω τις ὧδε τῶν ἐμῶν ὁμοπτέρων», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «ὁμόπτεροι νᾱες»<br />i) πλοία τα οποία έχουν όμοια [[κουπιά]] ή όμοια [[ιστία]]<br />ii) (κατ' [[άλλη]] ερμ.) πλοία [[εξίσου]] [[γρήγορα]] ή πλοία που συμπλέουν<br />γ) «[[ὁμόπτερος]] ἀπήνα»<br /><b>μτφ.</b> τα δύο αδέλφια Ετεοκλής και Πολυνείκης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὁμοπτέρως]] (Μ)<br />[[ταχέως]], [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτερόν]]. Η λ. στη Νεοελληνική [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homoptera</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόπτερος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ομόπτερα</i><br /><b>εντομολ.</b> [[τάξη]] εντόμων που παρουσιάζει [[μεγάλη]] [[ποικιλομορφία]] ως [[προς]] το [[μέγεθος]], το [[σχήμα]] και τη [[φυσική]] [[ιστορία]] τών μελών της και στην οποία ανήκουν 32.000 [[περίπου]] είδη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πτηνό]]) αυτός που έχει όμοια φτερά, παρόμοιο [[πτέρωμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) εντελώς όμοιος, [[πανομοιότυπος]], [[ολόιδιος]]<br />β) αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομήλιξ]], [[συνομήλικος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ ἐμοὶ ὁμόπτεροι»<br />(για πτηνά) οι σύντροφοι μου, τα άλλα πτηνά («ἴτω τις ὧδε τῶν ἐμῶν ὁμοπτέρων», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «ὁμόπτεροι νᾱες»<br />i) πλοία τα οποία έχουν όμοια [[κουπιά]] ή όμοια [[ιστία]]<br />ii) (κατ' [[άλλη]] ερμ.) πλοία [[εξίσου]] [[γρήγορα]] ή πλοία που συμπλέουν<br />γ) «[[ὁμόπτερος]] ἀπήνα»<br /><b>μτφ.</b> τα δύο αδέλφια Ετεοκλής και Πολυνείκης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὁμοπτέρως]] (Μ)<br />[[ταχέως]], [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτερόν]]. Η λ. στη Νεοελληνική [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homoptera</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόπτερος:''' -ον ([[πτερόν]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει τα [[ίδια]] φτερά, σε Πλάτ.· ὁμόπτεροι [[ἐμοί]], συντροφικά με μένα πουλιά, πουλιά που έχουν τα [[ίδια]] φτερά με μένα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., αυτός που έχει [[στενή]] [[ομοιότητα]] με, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>νᾶες ὁμ</i>., πλοία που έχουν [[ίδια]] [[κουπιά]] ή [[ιστία]] (ή [[εξίσου]] [[γρήγορα]]), σε Αισχύλ.· [[ἀπήνη]] ὁμ., οι [[δύο]] αδελφοί Ετεοκλής και [[Πολυνείκης]], σε Ευρ.
}}
}}