3,242,429
edits
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐλητικός]], -ή, -όν (Α) [[αυλητής]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να εκτελεστεί με αυλό<br /><b>2.</b> ο [[επιδέξιος]] στο [[παίξιμο]] του αυλού<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ αὐλητική</i><br />η [[τέχνη]] του αυλητή. | |mltxt=[[αὐλητικός]], -ή, -όν (Α) [[αυλητής]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να εκτελεστεί με αυλό<br /><b>2.</b> ο [[επιδέξιος]] στο [[παίξιμο]] του αυλού<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ αὐλητική</i><br />η [[τέχνη]] του αυλητή. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐλητικός:''' -ή, -όν ([[αὐλέω]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον αυλό, σε Πλάτ.· <i>ἡ αὐλητική</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του αυληστή, στον ίδ. | |||
}} | }} |