Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αὐλητικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐλητικός]], -ή, -όν (Α) [[αυλητής]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να εκτελεστεί με αυλό<br /><b>2.</b> ο [[επιδέξιος]] στο [[παίξιμο]] του αυλού<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ αὐλητική</i><br />η [[τέχνη]] του αυλητή.
|mltxt=[[αὐλητικός]], -ή, -όν (Α) [[αυλητής]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να εκτελεστεί με αυλό<br /><b>2.</b> ο [[επιδέξιος]] στο [[παίξιμο]] του αυλού<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ αὐλητική</i><br />η [[τέχνη]] του αυλητή.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐλητικός:''' -ή, -όν ([[αὐλέω]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον αυλό, σε Πλάτ.· <i>ἡ αὐλητική</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του αυληστή, στον ίδ.
}}
}}