3,274,216
edits
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πικρόγλωσσος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει πικρή [[γλώσσα]], που τα [[λόγια]] του θίγουν ή προκαλούν [[θλίψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που προέρχεται από πικρή, σκληρή [[γλώσσα]] («πικρογλώσσους ἀράς», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]])]. | |mltxt=-η, -ο / [[πικρόγλωσσος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει πικρή [[γλώσσα]], που τα [[λόγια]] του θίγουν ή προκαλούν [[θλίψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που προέρχεται από πικρή, σκληρή [[γλώσσα]] («πικρογλώσσους ἀράς», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πικρόγλωσσος:''' -ον, αυτός που έχει αιχμηρή ή πικρή [[γλώσσα]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |