Anonymous

ὑπάγω: Difference between revisions

From LSJ
3,088 bytes added ,  30 December 2018
6
(43)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπάγω]], ΝΜΑ [[άγω]]<br />[[μεταβαίνω]], [[πηγαίνω]] («ὕπαγε [[ὀπίσω]] μου, Σατανᾱ!», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]], [[ταξινομώ]], [[βάζω]] [[κάτι]] σε ορισμένη [[κατηγορία]] («το <i>α</i> υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα»)<br /><b>2.</b> [[θέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] υπό την [[δικαιοδοσία]] άλλου («η [[υπηρεσία]] υπάγεται απευθείας στο [[υπουργείο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[κάτι]] από [[κάτω]] («ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[υποτάσσω]], [[καθυποτάσσω]] («ἐς... Ἀκράγαντα... [[πεντεκαίδεκα]] ναυσὶ Σικανὸν ἀπέστειλαν, [[ὅπως]] ὑπαγάγοιτο τὴν πόλιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] τον υπόδικο στο δικαστήριο, [[ενάγω]]<br /><b>4.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[σιγά]] [[σιγά]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («λαμβάνειν δὲ τοῡ λαγῶ τὰ ἴχνη, ὑπάγοντα τὰς [[κύνας]] ἐκ τῶν ἔργων [[ἄνωθεν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[εξαπατώ]], [[αποπλανώ]], [[κάνω]] κάποιον να μέ ακολουθήσει χρησιμοποιώντας δόλιο τρόπο<br /><b>6.</b> [[παρασύρω]] («τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῑν... ὅπῃ ἂν ἐκεῑνος ὑπάγῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[φέρνω]] κάποιον με το [[μέρος]] μου («Θηβαίους τὰ νῡν ὑπάγει τὴν Βοιωτίαν αὐτοῑς παραδούς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>8.</b> [[τραβώ]] κάποιον [[κρυφά]], [[αποσύρω]] [[κρυφά]] («Ἕκτορα δ' ἐκ βελέων ὕπαγε [[Ζεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>9.</b> [[απέρχομαι]] [[σιγά]] [[σιγά]], αποσύρομαι («[[ὑπάγω]] φρένα τέρψας», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>10.</b> [[εκκενώνω]], [[καθαρίζω]]<br /><b>11.</b> [[εντάσσω]]<br /><b>12.</b> [[λέγω]] [[κάτι]] ως [[απάντηση]]<br /><b>13.</b> [[υποβάλλω]] σε..., [[εκθέτω]] σε... («τῶν ὑπαγομένων τῇ διαίτῃ παθῶν», Σωρ.)<br /><b>14.</b> [[χαμηλώνω]], [[ζαρώνω]]<br /><b>15.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπάγομαι</i><br />[[προβάλλω]] [[κάτι]] ως [[δέλεαρ]] για να οδηγήσω κάποιον σε [[άλλο]] [[μέρος]]<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑπάγω]] τινὰ ὑπό τι(να)» — [[καταγγέλλω]] ενώπιον κάποιου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «[[ὑπάγω]] τινὰ θανάτου» — [[κατηγορώ]] κάποιον για [[έγκλημα]] του οποίου η [[ποινή]] [[είναι]] [[θάνατος]] (<b>Ξεν.</b>)<br />γ) «[[ὑπάγω]] τινὰ θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον» — κατηγορῶ κάποιον ενώπιον του δήμου για [[έγκλημα]] του οποίου η [[ποινή]] [[είναι]] [[θάνατος]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) «κοιλίη ὑπάγουσα» — [[κοιλιά]] που έχει [[ευκοιλιότητα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.
|mltxt=[[ὑπάγω]], ΝΜΑ [[άγω]]<br />[[μεταβαίνω]], [[πηγαίνω]] («ὕπαγε [[ὀπίσω]] μου, Σατανᾱ!», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]], [[ταξινομώ]], [[βάζω]] [[κάτι]] σε ορισμένη [[κατηγορία]] («το <i>α</i> υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα»)<br /><b>2.</b> [[θέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] υπό την [[δικαιοδοσία]] άλλου («η [[υπηρεσία]] υπάγεται απευθείας στο [[υπουργείο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[κάτι]] από [[κάτω]] («ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[υποτάσσω]], [[καθυποτάσσω]] («ἐς... Ἀκράγαντα... [[πεντεκαίδεκα]] ναυσὶ Σικανὸν ἀπέστειλαν, [[ὅπως]] ὑπαγάγοιτο τὴν πόλιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] τον υπόδικο στο δικαστήριο, [[ενάγω]]<br /><b>4.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[σιγά]] [[σιγά]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («λαμβάνειν δὲ τοῡ λαγῶ τὰ ἴχνη, ὑπάγοντα τὰς [[κύνας]] ἐκ τῶν ἔργων [[ἄνωθεν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[εξαπατώ]], [[αποπλανώ]], [[κάνω]] κάποιον να μέ ακολουθήσει χρησιμοποιώντας δόλιο τρόπο<br /><b>6.</b> [[παρασύρω]] («τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῑν... ὅπῃ ἂν ἐκεῑνος ὑπάγῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[φέρνω]] κάποιον με το [[μέρος]] μου («Θηβαίους τὰ νῡν ὑπάγει τὴν Βοιωτίαν αὐτοῑς παραδούς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>8.</b> [[τραβώ]] κάποιον [[κρυφά]], [[αποσύρω]] [[κρυφά]] («Ἕκτορα δ' ἐκ βελέων ὕπαγε [[Ζεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>9.</b> [[απέρχομαι]] [[σιγά]] [[σιγά]], αποσύρομαι («[[ὑπάγω]] φρένα τέρψας», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>10.</b> [[εκκενώνω]], [[καθαρίζω]]<br /><b>11.</b> [[εντάσσω]]<br /><b>12.</b> [[λέγω]] [[κάτι]] ως [[απάντηση]]<br /><b>13.</b> [[υποβάλλω]] σε..., [[εκθέτω]] σε... («τῶν ὑπαγομένων τῇ διαίτῃ παθῶν», Σωρ.)<br /><b>14.</b> [[χαμηλώνω]], [[ζαρώνω]]<br /><b>15.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπάγομαι</i><br />[[προβάλλω]] [[κάτι]] ως [[δέλεαρ]] για να οδηγήσω κάποιον σε [[άλλο]] [[μέρος]]<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑπάγω]] τινὰ ὑπό τι(να)» — [[καταγγέλλω]] ενώπιον κάποιου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «[[ὑπάγω]] τινὰ θανάτου» — [[κατηγορώ]] κάποιον για [[έγκλημα]] του οποίου η [[ποινή]] [[είναι]] [[θάνατος]] (<b>Ξεν.</b>)<br />γ) «[[ὑπάγω]] τινὰ θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον» — κατηγορῶ κάποιον ενώπιον του δήμου για [[έγκλημα]] του οποίου η [[ποινή]] [[είναι]] [[θάνατος]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) «κοιλίη ὑπάγουσα» — [[κοιλιά]] που έχει [[ευκοιλιότητα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπάγω:''' μέλ. <i>ὑπάξω</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπήγαγον</i>·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> μτβ., [[οδηγώ]] ή [[καθοδηγώ]], [[υποτάσσω]], <i>ὕπαγε ζυγὸν ἵππους</i>, [[φέρε]] τους υποταγμένους σε [[ζυγό]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[απλώς]], <i>ὑπάγειν ἡμιόνους</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[φέρνω]] υπό την [[εξουσία]] μου, [[υποτάσσω]], [[καθυποτάσσω]], σε Ηρόδ., Λουκ. — Μέσ., [[φέρνω]] κάποιον [[κάτω]] από τη δική μου [[εξουσία]], [[εξαναγκάζω]] κάποιον σε [[υποταγή]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[φέρνω]], [[οδηγώ]] κάποιον ενώπιον της δικαστικής έδρας, του δικαστηρίου (το [[ὑπό]] αναφέρεται στο ότι ο δικαζόμενος στέκεται [[κάτω]] από την [[έδρα]] του δικαστή), σε Ηρόδ.· [[ὑπάγω]] τινὰ εἰς [[δίκην]], σε Θουκ.· [[ὑπάγω]] τινὰ θανάτου, σε θανατική [[ποινή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[οδηγώ]] [[αργά]] προς τα [[εμπρός]], [[οδηγώ]] βαθμιαίως προς τα [[εμπρός]], [[τὰς]] [[κύνας]], στον ίδ.· [[οδηγώ]] κάποιον [[κρυφά]] ή με [[τέχνασμα]], σε Ηρόδ., Ξεν.· [[ὑπάγω]] τινὰ εἰς ἐλπίδα, σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.· [[ὑπάγω]] τοὺς Θηβαίους, τους [[παίρνω]] με το [[μέρος]] μου, σε Δημ.· στη Μέσ. επίσης, [[προτείνω]], [[υποβάλλω]] [[κάτι]] ως [[δέλεαρ]] για να ωθήσω, να οδηγήσω κάποιον σε συγκεκριμένο δρόμο, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">IV. 1.</b> [[παίρνω]], [[αφαιρώ]], [[αποσύρω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>ὑπαγομένου τοῦ χώματος</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποσύρω]], [[διατάσσω]] [[υποχώρηση]], τὸ [[στράτευμα]], στον ίδ. <b>Β. I.</b> αμτβ., λέγεται για [[στρατιά]], [[στράτευμα]], [[υποχωρώ]], αποσύρομαι ή [[αποχωρώ]], [[απέρχομαι]] [[αργά]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[πηγαίνω]] [[αργά]] προς τα [[εμπρός]], [[προχωρώ]], <i>ὕπαγ'ὦ</i>, <i>ὕπαγ' ὦ</i>, πήγαινε [[λοιπόν]], [[εμπρός]]! σε Ευρ.· <i>ὕπαγε</i>, <i>τί μέλλεις;</i> σε Αριστοφ.· λέγεται για [[στρατιά]], [[στράτευμα]], [[επέρχομαι]], [[προχωρώ]], [[βαδίζω]] προς τα [[εμπρός]] σταδιακά, [[προοδευτικά]], σε Ξεν.
}}
}}