Anonymous

ἐνίσχω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνίσχω]] (AM)<br />άλλ. τ. του [[ενέχω]]<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[μέσα]], [[συγκρατώ]]<br />[[ίδια]] σημ. και το μέσ. <i>ενίσχομαι</i> («τὴν φωνὴν ἐνισχόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> εμποδίζομαι, κρατούμαι, δεσμεύομαι («ἐνισχομένων τῶν πελτῶν τοῑς σταυροῑς», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=[[ἐνίσχω]] (AM)<br />άλλ. τ. του [[ενέχω]]<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[μέσα]], [[συγκρατώ]]<br />[[ίδια]] σημ. και το μέσ. <i>ενίσχομαι</i> («τὴν φωνὴν ἐνισχόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> εμποδίζομαι, κρατούμαι, δεσμεύομαι («ἐνισχομένων τῶν πελτῶν τοῑς σταυροῑς», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνίσχω:''' = [[ἐνέχω]]· Μέσ., <i>ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν</i>, [[εμποδίζω]] τη [[φωνή]] να βγει, σε Πλούτ. — Παθ., βαστιέμαι, [[κρατιέμαι]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}