Anonymous

ἐνίσχω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνίσχω:''' = [[ἐνέχω]]· Μέσ., <i>ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν</i>, [[εμποδίζω]] τη [[φωνή]] να βγει, σε Πλούτ. — Παθ., βαστιέμαι, [[κρατιέμαι]], σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''ἐνίσχω:''' = [[ἐνέχω]]· Μέσ., <i>ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν</i>, [[εμποδίζω]] τη [[φωνή]] να βγει, σε Πλούτ. — Παθ., βαστιέμαι, [[κρατιέμαι]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνίσχω:''' Her., Xen., Plut. = [[ἐνέχω]].
}}
}}