3,274,216
edits
(42) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο τρέφεται [[κανείς]], [[καθετί]] που χρησιμεύει για τη [[θρέψη]], την [[αύξηση]] και τη [[συντήρηση]] του ανθρώπινου οργανισμού, [[φαγητό]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πνευματική [[τροφή]]» — ό,τι συντελεί στη [[διεύρυνση]] και [[ανάπτυξη]] του πνεύματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> [[ουσία]], γενικώς, [[φυσική]] και με περίπλοκη [[σύνθεση]], η οποία, σε συνδυασμό με άλλες, σε κατάλληλες αναλογίες, [[είναι]] ικανή να εξασφαλίσει τον κανονικό κύκλο ζωής ενός ατόμου και τη [[διατήρηση]] του είδους στο οποίο ανήκει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πορισμός]] τροφίμων («τὰς ἐκ γῆς τροφὰς εὕρετο», <b>(Πλατ.)</b><br /><b>2.</b> [[τρόπος]] παρασκευής φαγητού<br /><b>3.</b> [[γεύμα]]<br /><b>4.</b> [[τρόπος]] διατροφής, [[δίαιτα]] και, γενικότερα, [[τρόπος]] διαβίωσης<br /><b>5.</b> [[ανατροφή]] («[[χάριν]] τροφῆς ἀμείβων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>στρ.</b> προμήθειες για τη [[συντήρηση]] στρατεύματος<br /><b>7.</b> (σχετικά με ζώα) [[διατήρηση]], [[συντήρηση]] («τροφαῑς ἵππων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>8.</b> ο [[τόπος]] όπου εκτρέφονται ζώα<br /><b>9.</b> αυτό με το οποίο προμηθεύεται [[κανείς]] τα απαραίτητα για τη ζωή, όπως λ.χ. το [[τόξο]] του Φιλοκτήτη<br /><b>10.</b> [[διαγωγή]] («[[δίκην]] τίνουσαι, τῆς προτέρας τροφῆς κακῆς οὔσης», <b>Πλάτ.</b>)<br />11<br />(στην [[ποίηση]]) [[θρέμμα]] (α. «ὦ [[τέκνα]] Κάδμου τοῦπάλαι νέα [[τροφή]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἀρνῶν τροφαί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «βίου τροφαί» — [[τρόπος]] διαβίωσης (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροφ</i>- της ρίζας του ρ. [[τρέφω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τρέφω]])]. | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο τρέφεται [[κανείς]], [[καθετί]] που χρησιμεύει για τη [[θρέψη]], την [[αύξηση]] και τη [[συντήρηση]] του ανθρώπινου οργανισμού, [[φαγητό]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πνευματική [[τροφή]]» — ό,τι συντελεί στη [[διεύρυνση]] και [[ανάπτυξη]] του πνεύματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> [[ουσία]], γενικώς, [[φυσική]] και με περίπλοκη [[σύνθεση]], η οποία, σε συνδυασμό με άλλες, σε κατάλληλες αναλογίες, [[είναι]] ικανή να εξασφαλίσει τον κανονικό κύκλο ζωής ενός ατόμου και τη [[διατήρηση]] του είδους στο οποίο ανήκει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πορισμός]] τροφίμων («τὰς ἐκ γῆς τροφὰς εὕρετο», <b>(Πλατ.)</b><br /><b>2.</b> [[τρόπος]] παρασκευής φαγητού<br /><b>3.</b> [[γεύμα]]<br /><b>4.</b> [[τρόπος]] διατροφής, [[δίαιτα]] και, γενικότερα, [[τρόπος]] διαβίωσης<br /><b>5.</b> [[ανατροφή]] («[[χάριν]] τροφῆς ἀμείβων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>στρ.</b> προμήθειες για τη [[συντήρηση]] στρατεύματος<br /><b>7.</b> (σχετικά με ζώα) [[διατήρηση]], [[συντήρηση]] («τροφαῑς ἵππων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>8.</b> ο [[τόπος]] όπου εκτρέφονται ζώα<br /><b>9.</b> αυτό με το οποίο προμηθεύεται [[κανείς]] τα απαραίτητα για τη ζωή, όπως λ.χ. το [[τόξο]] του Φιλοκτήτη<br /><b>10.</b> [[διαγωγή]] («[[δίκην]] τίνουσαι, τῆς προτέρας τροφῆς κακῆς οὔσης», <b>Πλάτ.</b>)<br />11<br />(στην [[ποίηση]]) [[θρέμμα]] (α. «ὦ [[τέκνα]] Κάδμου τοῦπάλαι νέα [[τροφή]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἀρνῶν τροφαί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «βίου τροφαί» — [[τρόπος]] διαβίωσης (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροφ</i>- της ρίζας του ρ. [[τρέφω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τρέφω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τροφή:''' ἡ ([[τρέφω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> οτιδήποτε τρώγεται και αποσκοπεί στη [[θρέψη]] και τη [[διατήρηση]] του σώματος, [[τροφή]], τρόφιμα, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ἡ καθ' ἡμέραν [[τροφή]], το καθημερινό «[[ψωμί]]» κάποιου, σε Θουκ.· <i>τροφὴν παρέχειν</i>, μέσα για τη [[διατήρηση]] του στρατεύματος, [[επιδρομή]] για τρόφιμα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> βίου [[τροφή]] ή <i>τροφαί</i>, [[τρόπος]] ζωής, σε Σοφ.· ομοίως, η [[λέξη]] [[τροφή]] [[μόνη]] της, δουλίαν [[ἕξειν]] τροφήν, στον ίδ.· [[έπειτα]] [[απλώς]], [[τρόπος]] ζωής, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> αυτό με το οποίο [[κάποιος]] προμηθεύει στον εαυτό του τα προς το ζην, όπως το [[τόξο]] του Φιλοκτήτη, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τροφή]], [[ανατροφή]], σε Ηρόδ., Τραγ.· στον πληθ., <i>ἐν τροφαῖσιν</i>, ενώ είναι [[κάποιος]] στα χέρια της τροφού, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανατροφή]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[ενίοτε]], στους ποιητές, [[γενιά]], [[νέα]] [[τροφή]], λέγεται για τους νέους ανθρώπους, σε Σοφ.· <i>ἀρνῶντροφαί</i>, δηλ. νεαρά αρνάκια, σε Ευρ. | |||
}} | }} |