Anonymous

τροφή: Difference between revisions

From LSJ
1,266 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τροφή:''' ἡ ([[τρέφω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> οτιδήποτε τρώγεται και αποσκοπεί στη [[θρέψη]] και τη [[διατήρηση]] του σώματος, [[τροφή]], τρόφιμα, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ἡ καθ' ἡμέραν [[τροφή]], το καθημερινό «[[ψωμί]]» κάποιου, σε Θουκ.· <i>τροφὴν παρέχειν</i>, μέσα για τη [[διατήρηση]] του στρατεύματος, [[επιδρομή]] για τρόφιμα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> βίου [[τροφή]] ή <i>τροφαί</i>, [[τρόπος]] ζωής, σε Σοφ.· ομοίως, η [[λέξη]] [[τροφή]] [[μόνη]] της, δουλίαν [[ἕξειν]] τροφήν, στον ίδ.· [[έπειτα]] [[απλώς]], [[τρόπος]] ζωής, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> αυτό με το οποίο [[κάποιος]] προμηθεύει στον εαυτό του τα προς το ζην, όπως το [[τόξο]] του Φιλοκτήτη, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τροφή]], [[ανατροφή]], σε Ηρόδ., Τραγ.· στον πληθ., <i>ἐν τροφαῖσιν</i>, ενώ είναι [[κάποιος]] στα χέρια της τροφού, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανατροφή]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[ενίοτε]], στους ποιητές, [[γενιά]], [[νέα]] [[τροφή]], λέγεται για τους νέους ανθρώπους, σε Σοφ.· <i>ἀρνῶντροφαί</i>, δηλ. νεαρά αρνάκια, σε Ευρ.
|lsmtext='''τροφή:''' ἡ ([[τρέφω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> οτιδήποτε τρώγεται και αποσκοπεί στη [[θρέψη]] και τη [[διατήρηση]] του σώματος, [[τροφή]], τρόφιμα, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ἡ καθ' ἡμέραν [[τροφή]], το καθημερινό «[[ψωμί]]» κάποιου, σε Θουκ.· <i>τροφὴν παρέχειν</i>, μέσα για τη [[διατήρηση]] του στρατεύματος, [[επιδρομή]] για τρόφιμα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> βίου [[τροφή]] ή <i>τροφαί</i>, [[τρόπος]] ζωής, σε Σοφ.· ομοίως, η [[λέξη]] [[τροφή]] [[μόνη]] της, δουλίαν [[ἕξειν]] τροφήν, στον ίδ.· [[έπειτα]] [[απλώς]], [[τρόπος]] ζωής, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> αυτό με το οποίο [[κάποιος]] προμηθεύει στον εαυτό του τα προς το ζην, όπως το [[τόξο]] του Φιλοκτήτη, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τροφή]], [[ανατροφή]], σε Ηρόδ., Τραγ.· στον πληθ., <i>ἐν τροφαῖσιν</i>, ενώ είναι [[κάποιος]] στα χέρια της τροφού, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανατροφή]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[ενίοτε]], στους ποιητές, [[γενιά]], [[νέα]] [[τροφή]], λέγεται για τους νέους ανθρώπους, σε Σοφ.· <i>ἀρνῶντροφαί</i>, δηλ. νεαρά αρνάκια, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τροφή:''' дор. [[τροφά]] (ᾱ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> еда, пища, средства пропитания Her., Soph., Eur., Thuc., Plat.: βίου τ. или τροφαί Soph. средства к жизни; ἡ ἐμὴ τ. Soph. средство, которым я добываю себе пропитание, т. е. лук со стрелами;<br /><b class="num">2)</b> образ жизни, поведение: [[δίκην]] τίνειν τῆς προτέρας τροφῆς κακῆς οὔσης Plat. нести кару за прежний дурной образ жизни;<br /><b class="num">3)</b> вскармливание (τ. τε καὶ [[παιδεία]] Plat.): ἐν τροφαῖσιν Aesch. в младенческом возрасте;<br /><b class="num">4)</b> выращивание, воспитание Trag., Plat., Arst.;<br /><b class="num">5)</b> уход или разведение (sc. τῶν θηρίων Her.; τροφαὶ ἵππων Pind.);<br /><b class="num">6)</b> отпрыск, потомство: Κάδμου τ. Soph. потомки Кадма, т. е. фиванцы; ἀρνῶν τροφαί Eur. бараний приплод, т. е. ягнята.
}}
}}