Anonymous

ἐπεισέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισέρχομαι]] (AM)<br /><b>1.</b> [[μπαίνω]] κι εγώ [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[ορμώ]], επιτίθεμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μπαίνω]] σε μια [[οικογένεια]] ως [[μητριά]]<br /><b>2.</b> [[μπαίνω]] [[κάπου]] [[μετά]] από άλλον («[[κατόπιν]] ἠμῶν ἐπεισῆλθον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) εισάγομαι από το εξωτερικό («ἐπεισέρχεται ἐκ πάσης γῆς τὰ [[πάντα]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (για έθιμα) εισάγομαι αργότερα<br /><b>5.</b> [[μπαίνω]] στο [[μυαλό]] κάποιου.
|mltxt=[[ἐπεισέρχομαι]] (AM)<br /><b>1.</b> [[μπαίνω]] κι εγώ [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[ορμώ]], επιτίθεμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μπαίνω]] σε μια [[οικογένεια]] ως [[μητριά]]<br /><b>2.</b> [[μπαίνω]] [[κάπου]] [[μετά]] από άλλον («[[κατόπιν]] ἠμῶν ἐπεισῆλθον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) εισάγομαι από το εξωτερικό («ἐπεισέρχεται ἐκ πάσης γῆς τὰ [[πάντα]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (για έθιμα) εισάγομαι αργότερα<br /><b>5.</b> [[μπαίνω]] στο [[μυαλό]] κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισέρχομαι:''' αποθ. με Ενεργ. αόρ. και παρακ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εισέρχομαι]] [[επιπλέον]], σε Θουκ.· λέγεται για [[μητριά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εισέρχομαι]] [[μετά]] από κάποιον, [[μπαίνω]] [[μετά]] από κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[εισέρχομαι]] [[επιπλέον]], με αιτ. ή δοτ., σε Ευρ.· λέγεται για προϊόντα, εισάγομαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> μπαίνει στο [[μυαλό]], στο νου μου, μού 'ρχεται στο [[μυαλό]], σε Λουκ.
}}
}}