Anonymous

ἐπεισέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισέρχομαι:''' αποθ. με Ενεργ. αόρ. και παρακ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εισέρχομαι]] [[επιπλέον]], σε Θουκ.· λέγεται για [[μητριά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εισέρχομαι]] [[μετά]] από κάποιον, [[μπαίνω]] [[μετά]] από κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[εισέρχομαι]] [[επιπλέον]], με αιτ. ή δοτ., σε Ευρ.· λέγεται για προϊόντα, εισάγομαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> μπαίνει στο [[μυαλό]], στο νου μου, μού 'ρχεται στο [[μυαλό]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐπεισέρχομαι:''' αποθ. με Ενεργ. αόρ. και παρακ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εισέρχομαι]] [[επιπλέον]], σε Θουκ.· λέγεται για [[μητριά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εισέρχομαι]] [[μετά]] από κάποιον, [[μπαίνω]] [[μετά]] από κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[εισέρχομαι]] [[επιπλέον]], με αιτ. ή δοτ., σε Ευρ.· λέγεται για προϊόντα, εισάγομαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> μπαίνει στο [[μυαλό]], στο νου μου, μού 'ρχεται στο [[μυαλό]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισέρχομαι:''' ион.-староатт. [[ἐπεσέρχομαι]]<br /><b class="num">1)</b> входить (вслед за кем-л.), вступать, проникать (δόμοις и [[δῶμα]] Eur.; εἰς τὸ [[χωρίον]] Dem.); ἐπεισελθεῖν τινι Thuc. и [[κατόπιν]] τινός Plat. войти вслед за кем-л.; [[ὅταν]] ἐν συλλόγῳ τινὶ γένηται [[σιωπή]], τὸν Ἑρμῆν ἐπεισεληλυθέναι λέγουσιν Plut. если среди какой-л. беседы воцарится молчание, говорят, что вошел Гермес;<br /><b class="num">2)</b> быть ввозимым, импортироваться (ἐκ πάσης γῆς Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> приходить в голову, вспоминаться (τὸ τοῦ ποιητοῦ [[ἔπος]] εἰσῆλθε με Luc.): [[ἔννοια]] πολλοῖς ἐπεισῆλθην, ὡς … Plut. многих осенила мысль, что ….
}}
}}