Anonymous

πρωτόγονος: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρωτόγονος]], -η, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α<br /><b>1.</b> αυτός που υπήρξε στην [[αρχή]], ο [[αρχέγονος]] (α. «ευρήματα πρωτόγονων πολιτισμών» β. «[[κοινωνία]] καὶ [[ἁρμονία]] τῆς πρωτογόνου ὀρχήσεως δείγματά ἐστι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πρωτόγονο</i>(<i>ν</i>), το [[φυτό]] αείζωο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διατηρεί την αρχική του [[μορφή]], που δεν εξελίχθηκε σε ανώτερο [[στάδιο]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι πρωτόγονοι</i><br />(ανθρωπολ.-εθνολ.) όρος που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει λαούς ή κοινωνίες, η τεχνολογική και πολιτιστική [[ανάπτυξη]] τών οποίων εμφανίζεται υποδεέστερη σε [[σύγκριση]] με τις βιομηχανικές δυτικές κοινωνίες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πρωτόγονες θρησκείες» — οι θρησκείες τών [[άνευ]] [[γραφής]] λαών οι οποίοι ζουν σε μικρής κλίμακας κοινωνίες με απλή [[οικονομία]]<br />β) «πρωτόγονο [[δίκαιο]]» — το [[δίκαιο]] των πρωτόγονων η [[άνευ]] [[γραφής]] κοινωνιών<br />γ) «πρωτόγονο κοινοτικό [[σύστημα]]»<br /><b>(κοινων.)</b> ο [[πρώτος]] [[κοινωνικός]] [[σχηματισμός]] που για δεκάδες χιλιάδες [[χρόνια]] κυριάρχησε [[πάνω]] σε όλους τους λαούς οι οποίοι βρίσκονταν στο αρχικό [[στάδιο]] εξέλιξής τους και το οποίο είχε ως βασικό χαρακτηριστικό τη συλλογική [[ιδιοκτησία]] στα [[μέσα]] παραγωγής<br />δ) «πρωτόγονη [[άνοια]]» — [[έκφραση]] που χρησιμοποιήθηκε για την ηβηφρενική [[μορφή]] σχιζοφρενείας, μιας ψύχωσης συχνής στους εφήβους και στους νεαρούς ενήλικες, αλλ. πρώιμη [[άνοια]]<br />ε) «πρωτόγονοι πολιτισμοί»<br />(κοινων. -ανθρωπολ.)<br />οι κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από [[απουσία]] γραπτής γλώσσας, από σχετική [[απομόνωση]], από μικρό πληθυσμό, από σχετικά [[απλούς]] κοινωνικούς θεσμούς, από μη ανεπτυγμένη [[τεχνολογία]] και από χαμηλό, γενικά, ρυθμό κοινωνικοπολιτιστικής εξέλιξης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε [[πρώτος]] ή αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] θεών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που φύτρωσε για πρώτη [[φορά]]<br /><b>2.</b> (για υφάσματα) το ομοιομερές<br /><b>3.</b> (σχετικά με κοινωνική [[τάξη]]) ο [[πρώτος]] ως [[προς]] το [[γένος]], την [[καταγωγή]], ο [[ευγενής]]<br /><b>4.</b> αυτός που [[πρώτος]] ορίστηκε<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πρωτόγονα</i><br />τα σταφύλια που φυτρώνουν [[πρώτα]], τα άγουρα σταφύλια. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωτόγονα</i> Ν<br /><b>1.</b> με πρωτόγονο τρόπο («καλλιεργούν τη γη πρωτόγονα»)<br /><b>2.</b> σε πρωτόγονο [[στάδιο]] («ζουν πρωτόγονα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>γονος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
|mltxt=-η, -ο / [[πρωτόγονος]], -η, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α<br /><b>1.</b> αυτός που υπήρξε στην [[αρχή]], ο [[αρχέγονος]] (α. «ευρήματα πρωτόγονων πολιτισμών» β. «[[κοινωνία]] καὶ [[ἁρμονία]] τῆς πρωτογόνου ὀρχήσεως δείγματά ἐστι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πρωτόγονο</i>(<i>ν</i>), το [[φυτό]] αείζωο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διατηρεί την αρχική του [[μορφή]], που δεν εξελίχθηκε σε ανώτερο [[στάδιο]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι πρωτόγονοι</i><br />(ανθρωπολ.-εθνολ.) όρος που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει λαούς ή κοινωνίες, η τεχνολογική και πολιτιστική [[ανάπτυξη]] τών οποίων εμφανίζεται υποδεέστερη σε [[σύγκριση]] με τις βιομηχανικές δυτικές κοινωνίες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πρωτόγονες θρησκείες» — οι θρησκείες τών [[άνευ]] [[γραφής]] λαών οι οποίοι ζουν σε μικρής κλίμακας κοινωνίες με απλή [[οικονομία]]<br />β) «πρωτόγονο [[δίκαιο]]» — το [[δίκαιο]] των πρωτόγονων η [[άνευ]] [[γραφής]] κοινωνιών<br />γ) «πρωτόγονο κοινοτικό [[σύστημα]]»<br /><b>(κοινων.)</b> ο [[πρώτος]] [[κοινωνικός]] [[σχηματισμός]] που για δεκάδες χιλιάδες [[χρόνια]] κυριάρχησε [[πάνω]] σε όλους τους λαούς οι οποίοι βρίσκονταν στο αρχικό [[στάδιο]] εξέλιξής τους και το οποίο είχε ως βασικό χαρακτηριστικό τη συλλογική [[ιδιοκτησία]] στα [[μέσα]] παραγωγής<br />δ) «πρωτόγονη [[άνοια]]» — [[έκφραση]] που χρησιμοποιήθηκε για την ηβηφρενική [[μορφή]] σχιζοφρενείας, μιας ψύχωσης συχνής στους εφήβους και στους νεαρούς ενήλικες, αλλ. πρώιμη [[άνοια]]<br />ε) «πρωτόγονοι πολιτισμοί»<br />(κοινων. -ανθρωπολ.)<br />οι κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από [[απουσία]] γραπτής γλώσσας, από σχετική [[απομόνωση]], από μικρό πληθυσμό, από σχετικά [[απλούς]] κοινωνικούς θεσμούς, από μη ανεπτυγμένη [[τεχνολογία]] και από χαμηλό, γενικά, ρυθμό κοινωνικοπολιτιστικής εξέλιξης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε [[πρώτος]] ή αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] θεών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που φύτρωσε για πρώτη [[φορά]]<br /><b>2.</b> (για υφάσματα) το ομοιομερές<br /><b>3.</b> (σχετικά με κοινωνική [[τάξη]]) ο [[πρώτος]] ως [[προς]] το [[γένος]], την [[καταγωγή]], ο [[ευγενής]]<br /><b>4.</b> αυτός που [[πρώτος]] ορίστηκε<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πρωτόγονα</i><br />τα σταφύλια που φυτρώνουν [[πρώτα]], τα άγουρα σταφύλια. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωτόγονα</i> Ν<br /><b>1.</b> με πρωτόγονο τρόπο («καλλιεργούν τη γη πρωτόγονα»)<br /><b>2.</b> σε πρωτόγονο [[στάδιο]] («ζουν πρωτόγονα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>γονος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρωτόγονος:''' -ον ([[γίγνομαι]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πρωτότοκος]], [[πρωτογέννητος]], [[πρώιμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· [[φοίνιξ]] πρ., αυτός που φύτρωσε [[πρώτος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για κοινωνική [[τάξη]], πρ. [[οἶκοι]], οικογένειες υψηλής καταγωγής, ευγενείς, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που ορίζεται [[πρώτος]], σε Λουκ.
}}
}}