Anonymous

πρωτόγονος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρωτόγονος:''' -ον ([[γίγνομαι]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πρωτότοκος]], [[πρωτογέννητος]], [[πρώιμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· [[φοίνιξ]] πρ., αυτός που φύτρωσε [[πρώτος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για κοινωνική [[τάξη]], πρ. [[οἶκοι]], οικογένειες υψηλής καταγωγής, ευγενείς, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που ορίζεται [[πρώτος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''πρωτόγονος:''' -ον ([[γίγνομαι]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πρωτότοκος]], [[πρωτογέννητος]], [[πρώιμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· [[φοίνιξ]] πρ., αυτός που φύτρωσε [[πρώτος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για κοινωνική [[τάξη]], πρ. [[οἶκοι]], οικογένειες υψηλής καταγωγής, ευγενείς, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που ορίζεται [[πρώτος]], σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρωτόγονος -ον [πρωτογενής] eerstgeboren:. ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν... ἑκατόμβην een hekatombe brengen van pas geboren lammeren Il. 23.864. oorspronkelijk:; π. ὄρχησις dans uit de oertijd Luc. 45.7; oud, illuster:. π. οἶκος illuster huis Soph. Ph. 180.
}}
}}