Anonymous

ἀσθένεια: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀσθένεια]]) [[ασθενής]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] σθένους, [[αδυναμία]] σωματική ή ψυχική<br /><b>2.</b> [[αρρώστια]], [[νόσος]]<br /><b>3.</b> [[αδυναμία]], νοσηρή [[κατάσταση]] της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου (σε [[σχέση]] με τον Θεό)<br /><b>4.</b> [[αμαρτία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιδημία]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[πενία]] («[[ἀσθένεια]] βίου»).
|mltxt=η (AM [[ἀσθένεια]]) [[ασθενής]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] σθένους, [[αδυναμία]] σωματική ή ψυχική<br /><b>2.</b> [[αρρώστια]], [[νόσος]]<br /><b>3.</b> [[αδυναμία]], νοσηρή [[κατάσταση]] της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου (σε [[σχέση]] με τον Θεό)<br /><b>4.</b> [[αμαρτία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιδημία]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[πενία]] («[[ἀσθένεια]] βίου»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσθένεια:''' γεν. <i>-ας</i>, Ιων. <i>-ης</i>, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[έλλειψη]] δύναμης, [[αδυναμία]], [[ατονία]], [[νοσηρότητα]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[ἀσθένεια]] βίου, [[πενία]], [[φτώχεια]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασθένεια]], [[αρρώστια]], σε Θουκ.
}}
}}