Anonymous

ἀσθένεια: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσθένεια:''' γεν. <i>-ας</i>, Ιων. <i>-ης</i>, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[έλλειψη]] δύναμης, [[αδυναμία]], [[ατονία]], [[νοσηρότητα]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[ἀσθένεια]] βίου, [[πενία]], [[φτώχεια]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασθένεια]], [[αρρώστια]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀσθένεια:''' γεν. <i>-ας</i>, Ιων. <i>-ης</i>, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[έλλειψη]] δύναμης, [[αδυναμία]], [[ατονία]], [[νοσηρότητα]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[ἀσθένεια]] βίου, [[πενία]], [[φτώχεια]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασθένεια]], [[αρρώστια]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσθένεια:''' ион. [[ἀσθενίη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> бессилие, немощь, слабость (σωμάτων Thuc.; τοῦ [[γήρως]] Plat.; τῆς ὄψεως Arst.; τῆς ψυχῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> недуг, болезнь (ἡ καταβολὴ τῆς ἀσθενείας Plat.; ἡ περὶ τὸν ὀφθαλμὸν ἀ. Luc.);<br /><b class="num">3)</b> бедность, скудость (βίου Her.).
}}
}}