Anonymous

εἰρωνικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰρωνικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται για [[ειρωνεία]], [[περιπαικτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσποιητός]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰρωνικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται για [[ειρωνεία]], [[περιπαικτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσποιητός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰρωνικός:''' -ή, -όν ([[εἴρων]]), [[υποκρισία]], [[δηλώνω]] προσποιητή, ψεύτικη [[άγνοια]], σε Πλάτ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ.
}}
}}