Anonymous

εἰρωνικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰρωνικός:''' -ή, -όν ([[εἴρων]]), [[υποκρισία]], [[δηλώνω]] προσποιητή, ψεύτικη [[άγνοια]], σε Πλάτ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''εἰρωνικός:''' -ή, -όν ([[εἴρων]]), [[υποκρισία]], [[δηλώνω]] προσποιητή, ψεύτικη [[άγνοια]], σε Πλάτ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰρωνικός:''' притворяющийся невеждой, т. е. лукавый, насмешливый, иронический ([[μιμητής]] Soph.).
}}
}}