Anonymous

ἀπισχυρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπισχυρίζομαι]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[υποστηρίζω]], [[ισχυρίζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />επίμονα [[αντιτίθεμαι]].
|mltxt=[[ἀπισχυρίζομαι]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[υποστηρίζω]], [[ισχυρίζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />επίμονα [[αντιτίθεμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπισχῡρίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[εναντιώνομαι]] με [[επιμονή]], [[αρνούμαι]] [[ευθέως]], [[πρός]] τινα, σε Θουκ.
}}
}}