Anonymous

ἀπισχυρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπισχῡρίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[εναντιώνομαι]] με [[επιμονή]], [[αρνούμαι]] [[ευθέως]], [[πρός]] τινα, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀπισχῡρίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[εναντιώνομαι]] με [[επιμονή]], [[αρνούμαι]] [[ευθέως]], [[πρός]] τινα, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπισχῡρίζομαι:''' оказывать сильное сопротивление, решительно противиться (Thuc.; πρός τι и πρός τινα Plut.).
}}
}}