3,273,404
edits
(24) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαλθακίζομαι]] (AM) [[μαλθακός]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[οκνηρός]], [[χαύνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («[[Ζεὺς]] τοῑς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[σχέση]] με τη [[θερμότητα]] του ηλίου) αποχαυνώνομαι<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[δειλός]] («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν [[κιθαρῳδός]], καὶ οὐ τολμᾱν [[ἕνεκα]] τοῡ ἔρωτος ἀποθνῄσκειν [[ὥσπερ]] Ἄλκηστις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[απρόθυμος]] ή [[αναβλητικός]] («δεῑν ἐμὲ πλεῑν καὶ μὴ μαλθακίζεσθαι», <b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=[[μαλθακίζομαι]] (AM) [[μαλθακός]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[οκνηρός]], [[χαύνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («[[Ζεὺς]] τοῑς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[σχέση]] με τη [[θερμότητα]] του ηλίου) αποχαυνώνομαι<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[δειλός]] («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν [[κιθαρῳδός]], καὶ οὐ τολμᾱν [[ἕνεκα]] τοῡ ἔρωτος ἀποθνῄσκειν [[ὥσπερ]] Ἄλκηστις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[απρόθυμος]] ή [[αναβλητικός]] («δεῑν ἐμὲ πλεῑν καὶ μὴ μαλθακίζεσθαι», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μαλθᾰκίζομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[μαλθακός]], λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ., Ευρ.· [[επαναπαύομαι]], [[ενδίδω]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |